Περιπατητικές διαδρομές

Αγιάσος – Άγιος Πανέρας – Πάτ'μα - Καρυώνας - Άντρια - Τσολέκος - Πάτ'μα

Η διαδρομή αυτή περιλαμβάνει άφιξη στο Πάτ’μα, κατάβαση του μονοπατιού του Καρυώνα, πορεία στον αγροτικό δρόμο που οδηγεί από τον Ψωριάρη στα Ασωματιανά και κλείσιμο του κύκλου με ανάβαση της πατουμένης του Τσουλέκου.

Στη δροσόλουστη περιοχή του Καρυώνα αφθονούν οι καρυδιές, απ’ τις οποίες αυτή πήρε και τ’ όνομά της (καρυδιά > καρυδιώνας > καρυώνας). Στον Καρυώνα ευδοκιμούν οι ελιές, αλλά υπάρχουν και πολλά περβόλια με κηπευτικά και καρποφόρα, γιατί αφθονούν τα νερά. Απ’ τα νερά του Καρυώνα και της περιοχής Άντρια υδρεύεται εν μέρει η Μυτιλήνη απ’ το 1929. Και σε άλλες περιοχές του νησιού απαντάται το τοπωνύμιο Καρυώνας, όπως στο Σκόπελο Γέρας. Σε κάποιες δόθηκε το όνομα Καριώνας, μόλο που δεν υπήρξαν ούτε υπάρχουν καρυδιές. Τα τοπωνύμια αυτά πρέπει να γράφονται με γιώτα –ι- (και όχι με ύψιλον –υ-), γιατί δεν σχηματίστηκαν απ’ τη λέξη καρυδιά, αλλά απ’ την αρχαία ελληνική λέξη (η) κάρα (= το κεφάλι, η κορυφή). Τα τοπωνύμια αυτά έχουν δοθεί σε ψηλά και συνήθως βραχώδη βουνά.

Προς τα δεξιά του Καρυώνα απλώνεται η λιόφυτη περιοχή Γρημάν’, που είναι τμήμα της ευρύτερης περιοχής Άντριγια. Το τοπωνύμιο είναι μάλλον κυριώνυμο (κάποιος Γρημάνης είχε κτήματα στην περιοχή). Οι Γρημάνηδες έλκουν την καταγωγή τους από τη Γένοβα της Ιταλίας και είχαν εγκατασταθεί στη Μυτιλήνη από τα χρόνια των Γατελούζων. Η Λέσβος δόθηκε ως προίκα στην αδερφή του Ιωάννη Παλαιολόγου, Μαρία Παλαιολόγου, η οποία παντρεύτηκε το Φραγκίσκο Γατελούζο το 1355. Γρημάνηδες υπάρχουν κυρίως στη Μυτιλήνη και στην Αγία Παρασκευή. Ίσως να υπήρχε και στην Αγιάσο οικογένεια Γρημάνη που εξέλιπε μέσα στο διάβα του χρόνου. Στην Αγιάσο υπάρχουν σήμερα οικογένειες Γρημανέλη, που σίγουρα προέρχονται από τους Γρημάνηδες (Γρημάνης > Γρημανέλης, με την προσθήκη της υποκοριστικής κατάληξης –έλι, χαρακτηριστικής του λεσβιακού γλωσσικού ιδιώματος).

Η κατάβαση του Καρυώνα προσφέρει πολλές συγκινήσεις. Το μονοπάτι πνίγεται στην αγκαλιά της άγριας βλάστησης. Η πατουμένη καταστραμμένη στο μεγαλύτερο τμήμα της. Τα κτήματα ρουμανιασμένα. Όλα προδίδουν μια πολύχρονη εγκατάλειψη. Από την άλλη όμως, η θέα της απότομης και καταπράσινης χαράδρας που χάσκει κάτω από την Καλαθού και τις Περιστεριές σε αποζημιώνει με το παραπάνω. Χαμηλώνεις μέσα στη ρεματιά και χάνεσαι κάτω από τις θεριεμένες καρυδιές και τις πυκνόβλαστες καστανιές. Κάπου - κάπου ένα κυπαρίσσι πυργώνει το σπαθάτο μπόι του. Πλησιάζοντας τον κύριο αγροτικό δρόμο συναντάς τους κατάφορτους στην εποχή τους κερασιώνες.

Λίγο μετά τη διακλάδωση του αγροτικού δρόμου που διασχίζει τα Άντριγια με το λιθόστρωτο μονοπάτι του Τσουλέκου, βρίσκεται το ξωκλήσι του Ταξιάρχη (Σύναξη των Αρχαγγέλων Μιχαήλ και Γαβριήλ). Χτισμένο με μεράκι από τους Ασωματιανούς κάτω από θεόρατα και βαθύσκιωτα δέντρα, προσφέρει στους διερχόμενους τον παχύ τους ίσκιο και το δροσερό νερό μιας κοινόχρηστης κρήνης.

Γυρίσαμε πίσω και ανηφορίσαμε τον Τσουλέκο. Μια πολύ καλά διατηρημένη πατωμένη φιδοσέρνεται ανηφορίζοντας ανάμεσα στις λιόφυτες πλαγιές. Γάργαρα ρυάκια κατρακυλούν από ψηλά σουρώνοντας τα νερά των γύρω βουνών και χύνονται στον Αντριώτη ποταμό. Η ανάβαση κοπιαστική. Λίγο μετά το μισό της διαδρομής μια βρύση σβήνει τη δίψα σου. Το μονοπάτι συνεχίζει να ανεβαίνει σχηματίζοντας μια τεθλασμένη γραμμή. Σε κάθε στροφή νομίζεις πως ο… Γολγοθάς τελειώνει, αλλά σε περιμένει μια διάψευση! Ακόμα κι όταν φτάνεις ψηλά στις καστανιές και λαχταράς να ξεπατήσεις στο Πάτ’μα, ακόμα κι εκεί το ζικ ζακ σου φαίνεται ατέλειωτο…

Ολοκληρώνοντας αυτή τη διαδρομή αναλογίζεσαι το αξεπέραστο έργο της μάνας φύσης, αλλά και το αξιοθαύμαστο έργο των παλιών ανθρώπων. Αυτά τα δυο μονοπάτια, Καρυώνα και Τσουλέκου, ήταν στα παλιότερα χρόνια κύριες αγροτικές αρτηρίες. Από δω ανεβοκατέβαιναν καθημερνά οι στρατοκόποι της σκληρής δουλειάς και του ανείπωτου μόχθου, για να εξασφαλίσουν μόλις και μετά βίας τον επιούσιο. Βούιζε το ανθρωπομάνι στις ρεματιές και οι ανθρώπινες μιλιές έσμιγαν με τις φωνές των ζώων, τα τιτιβίσματα των πουλιών και τον παφλασμό των τρεχούμενων νερών, υμνώντας όλα μαζί το θαύμα της ζωής και της φύσης. Ατέλειωτα μιλιούνια ασβεστολιθικές πέτρες κουβαλήθηκαν στις απόκρημνες αυτές πλαγιές, σπάστηκαν σε κομμάτια, πελεκήθηκαν, μπήκαν με περίσσια μαστοριά η μια δίπλα στην άλλη, για να ευκολύνουν την πρόσβαση των ανθρώπων και των ζώων στα κτήματά τους. Δεν χωρά ο νους μας το ολοήμερο νταμάχι, την αδάμαστη θέληση, το ακαταπόνητο κουράγιο, το μυαλό ξουράφι των παλιών πετράδων… Δεν χορταίνεις να χαζεύεις τα έργα τους. Όχι μόνο τις πατουμένες με τα λαγκαδούρια για να ξενερίζουν και με τα κιγλίτσια για να εξασφαλίζεται η συνοχή τους, αλλά και τις χτιστές ξερολιθιές που περιβάλλουν τα κτήματα και τους χτιστούς πύργους, όπως λέμε ακόμα τις παλιές αγροικίες. Γέρνεις ευλαβικά το βλέμμα πάνω στην πέτρα που πατάς και αφουγκράζεσαι ακόμα το βαρύ αγκομαχητό και το αχνιστό λαχάνιασμα των δουλευτάδων της γης, που κίναγαν απ’ το χωριό αχάραγα και γύριζαν όταν η νύχτα έριχνε το μαύρο της πέπλο, τα χτυπήματα της βαριοπούλας και του καλεμιού που πελεκούσαν την πέτρα, τον ήχο από τις οπλές των υποζυγίων που καρτερικά κουβαλούσαν τη σερμαγιά του αφέντη και τον πλούσιο αμητό της ευλογημένης γης…