Δομημένο Περιβάλλον

Το δομημένο περιβάλλον του παραδοσιακού οικισμού Αγιάσου

Δομημένο περιβάλλον

Πολεοδομία και Ρυμοτομία

Ο οικισμός Αγιάσου είναι χαρακτηρισμένος παραδοσιακός οικισμός με το από 19.10/13-11-1978 Π.Δ. (ΦΕΚ 594/Δ΄/13-11-1978). Αναπτύχθηκε με βάση έναν πρωταρχικό άξονα. Ο χαρακτήρας του είναι αστικός (συνεχές οικοδομικό σύστημα) και οι αυλές λείπουν τελείως ή είναι ελάχιστες. Ο οικισμός αναπτύσσεται γύρω από την εκκλησία της Παναγίας σε σχήμα χωνιού. Προς αυτήν οδηγούν όλοι οι κύριοι δρόμοι με διεύθυνση κάθετη προς τις υψομετρικές καμπύλες. Καθώς από την περιφέρεια του χωνιού συγκλίνουν προς το κέντρο, συναντιούνται σε οξείες γωνίες που η διαμόρφωσή τους αποτελεί χαρακτηριστικό στοιχείο της Αγιάσου.

Οι απότομες κλίσεις υπαγορεύουν επίσης (λόγοι στατικότητας) τη διαμόρφωση στενομέτωπων σπιτιών, σε τρόπο που οι τοίχοι τους να δημιουργούν αντιστήριξη του ενός με το άλλο. Και επειδή είναι δύσκολο να υπάρξουν αυλές, το πράσινο ξεχύνεται στα μπαλκόνια και γεφυρώνει τους δρόμους που για τους Αγιασώτες είναι χώροι ζωής. Γι’ αυτό βλέπουμε ότι τα καφενεία τους στην κεντρική πλατεία της αγοράς είναι συμφιλιωμένα με το δρόμο κι έχουν μεγάλα ανοίγματα που κλείνονται με τζαμωτά, για να εξουδετερώνουν το φράγμα του τοίχου και να ενοποιούν τους μέσα και τους έξω χώρους. Η Καρυά και το Σταυρί συγκεντρώνουν τα καλύτερα δείγματα παλιών αρχοντικών.

Οικοδομική και Αρχιτεκτονική

Είναι φανερή η ομοιότητα με την απέναντι μικρασιατική ακτή από τα χρησιμοποιούμενα οικοδομικά υλικά και τους τρόπους κατασκευής. Τα κυριότερα παραδοσιακά υλικά είναι η πέτρα και το ξύλο, που προέρχονται είτε από ντόπιες πηγές είτε από τη Μικρασία. Από τα πετρώματα του νησιού, τα ηφαιστειακά του βόρειου τμήματος είναι τα καλύτερα, γιατί συχνά παρουσιάζονται σε μορφή τόφφων με συμπαγή σύσταση και ποιότητα που τα κάνει κατάλληλα για λεπτή αρχιτεκτονική επεξεργασία. Το ξύλο το προμηθεύονται από τα πλούσια δάση του νησιού από πεύκα, καστανιές, λεύκες και κυπαρίσσια. Όλες οι οριζόντιες φέρουσες κατασκευές, τα πατώματα, οι στέγες και τα πρέκια των ανοιγμάτων φτιάχνονται από ξύλο. Από ξύλο επίσης φτιάχνονται λεπτοί μη φέροντες τοίχοι, σκάλες, δάπεδα, οροφές, κουφώματα, κιγκλιδώματα και εντοιχισμένα έπιπλα.

Η πέτρα χρησιμοποιήθηκε στα θεμέλια και στην κατακόρυφη φέρουσα κατασκευή. Οι εξωτερικοί τοίχοι είναι όλο πέτρινοι ή βλέπουμε και την παρεμβολή στρώσεων από τούβλα στην τοιχοποιία κατά το βυζαντινό πρότυπο. Στις γυμνές τοιχοποιίες φαίνεται καθαρά όλη η μαστοριά του τεχνίτη, κυρίως στην προσεκτική κατασκευή των γωνιών και στο αρμολόγημα. Για την κατασκευή των κονιαμάτων χρησιμοποιούνται ο ασβέστης (στα τέλη του 19ου αιώνα), η άμμος και ο πηλός, ενώ οι πιο προσεγμένες κατασκευές έχουν κτιστεί με κουρασάνι (μείγμα από ψιλοκοπανισμένα κεραμίδια, νερό και ασπράδια αυγού). Στον τελευταίο όροφο συναντούμε λεπτούς τοίχους από μπαγδατί. Είναι φτιαγμένοι από ξύλινο σκελετό που πάνω του καρφώνονται ξύλινες οριζόντιες πήχες που σοβατίζονται και από τις δυο μεριές με ασβεστοκονίαμα εμπλουτισμένο με φλοιούς δημητριακών, ψιλοκομμένο άχυρο ή γιδότριχες (κιντίρ) για μεγαλύτερη συνοχή. Ο λόγος που προτιμάται η ελαφριά αυτή κατασκευή στους ψηλότερους ορόφους είναι ότι προσφέρεται για το άνοιγμα πολλών παραθύρων και φεγγιτών και ότι κυρίως δίνει τη δυνατότητα να σχηματιστούν προεξοχές του πατώματος, τα λεγόμενα σαχνισίνια, που αυξάνουν σημαντικά τον κατοικήσιμο χώρο. Η αφθονία του ξύλου είναι ο σημαντικότερος λόγος που η θολωτή κατασκευή στην Αγιάσο είναι σχεδόν ανύπαρκτη.

Εκτός από τους τοίχους των οικοδομών, οι πελεκάνοι (πετράδες) έχτιζαν και τους χαρακτηριστικούς αναληματικούς ξερότοιχους (σέτια) που συγκρατούσαν το χώμα στις πλαγιές των βουνών επιτρέποντας τη δενδροφύτευσή τους σχεδόν ως την κορυφή. Εκτός από την πέτρα και το ξύλο συναντούμε επίσης μια περιορισμένη χρήση σιδηρών κατασκευών, κυρίως σε αντηρίδες, σε φεγγίτες και σε κιγκλιδώματα μπαλκονιών.

Όσο για τη διαμόρφωση των εξωτερικών οριζόντιων επιφανειών, αυτές συνήθως στρώνονται με πέτρινες πλάκες. Οι δρόμοι καλύπτονται με λιθόστρωτο (άσπρη πέτρα) που λέγεται ντουσεμές. Για να διευκολύνεται το ξενέρισμα των δρόμων, κατασκευάζεται στη μέση τους αυλάκι (λαγκαδούρ’). Σε ίσα περίπου διαστήματα και κάθετα προς τη διεύθυνση του λιθόστρωστου κατασκευάζονταν τα κιγλίτσια, που έμοιαζαν με σκαλοπάτια. Η κατασκευή αυτή βοηθούσε τους πεζούς και τα ζώα να ανεβοκατεβαίνουν με μεγαλύτερη σιγουριά το καλντερίμι αντιμετωπίζοντας την απότομη κλίση ή την ολισθηρότητά του, ανέκοπτε την ορμή των όμβριων νερών που κυλούσαν στο λαγκαδούρ’ περιορίζοντας έτσι τις ζημιές από πλημμύρες και διατηρούσε τη συνοχή της πατουμένης μη επιτρέποντας την αποδόμησή της. Τις τελευταίες δεκαετίες καθιερώθηκε η χρήση κυβόλιθων των Μυστεγνών (παβέδων). Οι μέθοδοι κατασκευής δείχνουν πολλές ομοιότητες με τη Βόρεια Ελλάδα, τη Θράκη και τη Μικρά Ασία.

Το παραδοσιακό σπίτι

Το παραδοσιακό σπίτι, συνήθως, είναι διώροφο και περιστοιχισμένο από βοηθητικά κτίσματα μέσα σε μια μικρή αυλή, έτσι που το σύνολο να αποτελεί μια κλειστή προς το δρόμο μονάδα. Οι μονάδες αυτές είναι κολλητές η μια στην άλλη ή χωρίζονται με στενές λουρίδες όπου υπάρχουν αυλάκια που εξυπηρετούν την αποχέτευση. Η καθαυτό κατοικία περιορίζεται στον όροφο του κυρίως σπιτιού όπου ανεβαίνει κανείς με ξύλινη εσωτερική σκάλα. Στο ισόγειο βρίσκεται το κατώγ’ όπου αποθηκεύεται το λάδι και άλλα τρόφιμα. Οι υπόλοιποι βοηθητικοί χώροι, ντάμια για τα κατοικίδια, φούρνος, πλυσταριό, αποχωρητήριο, μπαίνουν οι περισσότεροι στην αυλή και μερικοί στο ισόγειο μαζί με το κατώγ’. Απέναντι στη μέσ’ αυλή υπάρχει ένα ξύλινο πατάρι, ο σουφάς, για να καλύπτονται οι πρόσθετες ανάγκες χώρου που δημιουργεί η έλλειψη αυλής.

Τα δυο κύρια δωμάτια του ορόφου είναι ο ουντάς και το μαγειρειό, τα οποία συνδέονται με το αξάτο, που είναι ο χώρος όπου βγαίνει η σκάλα.

Στο χαμηλότερο μέρος του μέσα σπιτιού υπάρχει αρχικά το τζάκι, με τη γωνιά και το ράφι του από πάνω στολισμένο, δυο αντικριστοί καναπέδες κατά μήκος των τοίχων, και ο σουφράς που γύρω του γευματίζει η οικογένεια καθισμένη καταγής.

Η επίπλωση των σπιτιών αποτελείται κυρίως από ξύλινα εντοιχισμένα έπιπλα, που δένουν αρμονικά με τον ξύλινο διάκοσμο των ορόφων και τις επιμελημένες ταμπλαδωτές πόρτες. Το πιο σημαντικό κινητό έπιπλο είναι η ξυλόγλυπτη κασέλα, το σιντούτσ’. Εκτός από την εξυπηρέτηση λειτουργικών σκοπών, αποτελούσε συγχρόνως και διακριτικό γνώρισμα της κοινωνικής θέσης του οικοδεσπότη. Εντύπωση προκαλούν οι ευφυείς λύσεις που επινοούνται για να καλυφθούν λειτουργικές ανάγκες με τη μεγαλύτερη δυνατή εξοικονόμηση χώρου. Έτσι, βλέπει κανείς παράθυρα που είναι συγχρόνως και πλύστες, πλύστες που είναι μαζί και πιατοθήκες, πόρτες που λειτουργούν συγχρόνως και σα φύλλα ντουλαπιών.

Ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι κομψές και προσεγμένες δημόσιες βρύσες. Τις συναντάμε έξω από τις εκκλησίες ή στον περίβολό τους, σε σταυροδρόμια, στην πλατεία ή και σε απλούς δρόμους. Συχνά έχουν ένα πέτρινο τόξο σχηματιζόμενο από πεσσούς. Τα στολίδια τους είναι απλά σύμβολα (ρόδακες, ρόμβοι) που είναι σκαλισμένα πάνω στα λαξευτά τους μέρη.