Ελαιώνας

Ελαιώνας

Η Λέσβος είναι ένα απέραντο δάσος ελιάς. Περίπου έντεκα εκατομμύρια ελαιόδενδρα απλώνονται σε συνεχείς ελαιώνες και το αξιοσημείωτο της λεσβιακής φύσης είναι ότι εκεί που τελειώνει η ελιά αρχίζει το πεύκο.

Τρία ήταν τα βασικά είδη δένδρων που «πάλευαν» στο νησί: η αγριελιά, το πεύκο και η βαλανιδιά. Οι αγριελιές με τα πυκνά κλαδιά τους έκαναν ψιλές ελιές οι οποίες αποτελούσαν κύρια τροφή για τα αγριοπούλια που έρχονταν το χειμώνα από τα πέρατα της γης και του ωκεανού. Πιστεύεται ότι τα πουλιά αυτά με τα περιττώματά τους βοήθησαν στην εξάπλωση της αγριελιάς όχι μόνο στη Λέσβο αλλά και στα άλλα ελληνικά νησιά καθώς και στα μικρασιατικά παράλια.

Καθοριστικό ρόλο πάντως στην εξάπλωσή της έπαιξε η μεγάλη καταστροφή των αμπελώνων από την φυλλοξήρα τον προηγούμενο αιώνα και η αδυναμία αντιμετώπισής της με την τότε υπάρχουσα γνώση φυτοπροστασίας οδήγησε στην αντικατάστασή τους με την ελιά. Έτσι, με πολλή προσωπική εργασία και πολύ κόπο οι τότε κάτοικοι της Λέσβου επέκτειναν την καλλιέργεια της ελιάς εκεί όπου δεν είχε φτάσει το πεύκο. Έφτιαξαν άπειρα σέτια, για να συγκρατήσουν το χώμα ακόμα και στις πιο απότομες πλαγιές των βουνών, ενώ με τα ζώα μετέφεραν νερό για να ποτίσουν τις παραβολάδες και να πιάσουν τα μικρά δενδρύλλια.

Στην επικράτηση της ελαιοκαλλιέργειας στο νησί της Λέσβου βοήθησαν ακόμα και οι άριστες καιρικές συνθήκες με την καταπληκτική εναλλαγή των τεσσάρων εποχών. Τα πρωτοβρόχια όταν έρχονταν στην ώρα τους, σε συνδυασμό με τον ήλιο του φθινοπώρου και τον ήπιο σχετικά χειμώνα, δημιουργούσαν κατάλληλες συνθήκες για την ανάπτυξη του ελαιοκάρπου. Αυτό δε σημαίνει πως οι χρονιές ήταν πάντα αποδοτικές, υπήρχαν τα «μαξούλια» (χρονιές με πλούσια συγκομιδή) και τα «κισίρια» (χρονιές με λειψή παραγωγή).

Οι κύριες ποικιλίες ελιάς που καλλιεργούνται στο νησί είναι:

α) Η Βαλανολιά ή Μυτιληνιά ή Κολοβή που ευδοκιμεί σε εδάφη που προέρχονται από σχιστόλιθο, φτάνει μέχρι τα 500 μέτρα υψόμετρο, καλύπτει τα 7/10 των ελαιώνων του νησιού και έχει υψηλή περιεκτικότητα σε λάδι (25-30%) και

β) Η Αδραμυττιανή ή Αϊβαλιώτικη που προέρχεται από το Αδραμύττιο της Μικράς Ασίας, καλύπτει το 1/5 των ελαιώνων του νησιού, εντοπίζεται κυρίως στην επαρχία της Μυτιλήνης και εξυπηρετεί τόσο την ελαιοποίηση όσο και την οικοτεχνία της επιτραπέζιας ελιάς.

Η ελαιοκαλλιέργεια αποτελεί παράδοση για το γεωργικό πληθυσμό της περιοχής Αγιάσου. Οι κλιματολογικές και εδαφολογικές συνθήκες της περιοχής συντέλεσαν στην προσαρμοστικότητα του ελαιόδενδρου και ιδίως της ποικιλίας βαλανολιάς που καλύπτει το 60% των ελαιώνων στην περιοχή αυτή με αποτέλεσμα η καλλιέργειά της να αποτελεί σχεδόν μονοκαλλιέργεια.

Οι έντονες εναλλαγές στο ανάγλυφο του εδάφους της περιοχής επέβαλαν την καλλιέργεια του δένδρου σε αναβαθμίδες ή σέτια όπως τα αποκαλούν στην περιοχή. Ο τρόπος αυτός καλλιέργειας επιδρά εξίσου θετικά και αρνητικά στο περιβάλλον. Θετικά γιατί συμβάλλει στην προστασία των εδαφών από τη διάβρωση. Αρνητικά γιατί τα άγονα και επικλινή εδάφη οδηγούν τους παραγωγούς στην υπερβολική χρήση λιπασμάτων, φυτοφαρμάκων για να διατηρήσουν υγιείς και εύρωστες τις καλλιέργειές τους με αποτέλεσμα την ποιοτική υποβάθμιση του εδάφους καθώς πολλά από τα χημικά στοιχεία δεν αποικοδομούνται στο έδαφος και συσσωρεύονται είτε εκεί είτε παρασύρονται στη θάλασσα.

Τάσεις για εναλλακτικές τεχνικές και βιολογικές έχουν ήδη αναπτυχθεί στην περιοχή. Τεχνικές που επιβάλλεται να βρουν όλο και μεγαλύτερη ανταπόκριση όχι μόνο για να αντιμετωπιστούν τα περιβαλλοντικά προβλήματα που προκύπτουν από τον τρόπο καλλιέργειας αλλά γιατί με την πάροδο των χρόνων η βιολογική καλλιέργεια και τα βιολογικά προϊόντα θα έχουν αυξημένη ζήτηση.

Παλιότερα η ελαιοσυλλογή γινόταν αποκλειστικά με τα χέρια μετά τη φυσιολογική πτώση του καρπού στο έδαφος. Η μέθοδος αυτή σήμερα έχει αντικατασταθεί σε μεγάλο βαθμό με τα πλαστικά δίχτυα ελαιοσυλλογής, τα οποία απλώνονται κάτω από το έδαφος και συγκρατούν τον καρπό που πέφτει κατά το ραβδισμό ή χρησιμοποιώντας βελονοφόρα χειροκίνητα εργαλεία. Η όλη όμως εργασία γίνεται χειρωνακτικά με τις γνωστές συνέπειες, δηλαδή το αυξημένο κόστος ελαιοσυλλογής και τη δημιουργία αιχμής απασχόλησης εργατών που γίνονται ολοένα και πιο δυσεύρετοι.

Η ελαιοσυλλογή άρχιζε το φθινόπωρο και τέλειωνε στα τέλη της άνοιξης. Ο ταϊφάς (ολόκληρο το συνεργείο ελαιοσυγκομιδής) συνήθιζε μετά τη λήξη του λιομαζώματος να παίρνει μια παραδοσιακή κομπανία και να στήνει τρικούβερτο γλέντι στο χωριό, τα λεγόμενα «γλιτώματα».

Η κατάλληλη χρονική στιγμή συγκομιδής του ελαιόκαρπου, η οποία εξαρτάται από εξωγενείς παράγοντες όπως η διαθεσιμότητα εργατικών χεριών που αποτελεί σημαντικό πρόβλημα στο νησί, η δακοπροσβολή που επιβάλλει τη συγκομιδή του καρπού το γρηγορότερο και η δυνατότητα επεξεργασίας του ελαιοκάρπου στο ελαιουργείο, επιδρά στην ποιότητα του ελαιολάδου (αύξηση της οξύτητας).

Ο τομέας μεταποίησης του ελαιολάδου περιλαμβάνει τους εξής υποτομείς : τα ελαιοτριβεία, τους δεξαμενικούς χώρους αποθήκευσης, τις ραφιναρίες και τα τυποποιητήρια. Οι παραγωγοί, μετά τη συλλογή του ελαιοκάρπου, τον μεταφέρουν στα τοπικά συνήθως ελαιοτριβεία για την εξαγωγή του ελαιολάδου που είναι στην πλειοψηφία τους φυγοκεντρικού τύπου που αντικατέστησαν τα παραδοσιακά ελαιουργεία (πιεστήρια) κλασικού τύπου. Το ελαιόλαδο αποθηκεύεται κυρίως σε αποθήκες των ελαιουργείων ενώ σε χρονιές υψηλής παραγωγής μέρος του μεταφέρεται σε αποθήκες της Ένωσης Αγροτικών Συνεταιρισμών Λέσβου (ΕΑΣΛ).

Η εμφάνιση του τυποποιημένου λαδιού στην Ελλάδα άρχισε τη δεκαετία του ’60. Με την είσοδο στην Ε.Ε. παρουσιάστηκε ραγδαία αύξηση στο τυποποιημένο ελαιόλαδο. Στη Λέσβο η διακίνηση και διάθεση του λαδιού γίνεται μέσω των αγροτικών συνεταιρισμών και κυρίως μέσω της ΕΑΣΛ που αγοράζει, επεξεργάζεται και τυποποιεί μόνο το λάδι που παράγεται στο νησί. Το ελαιόλαδο διακινείται κυρίως σε χύμα μορφή, ενώ η ΕΑΣΛ διοχετεύει το προϊόν και σε συσκευασίες του ενός και των πέντε λίτρων. Η διάθεση του προϊόντος γίνεται στην ελληνική αγορά με προσπάθεια καθιέρωσής του και στις αγορές του εξωτερικού. Στην Αγιάσο δε λειτουργεί μονάδα τυποποίησης.

Πηγή: Μελετητική Εταιρεία ΤΕΔΚ Ν. Λέσβου. «Τοπικό Αναπτυξιακό πρόγραμμα Δήμων Πλωμαρίου και Αγιάσου.» Α΄ Φάση. Πληροφόρηση – Ενημέρωση – Τοπική Ανάπτυξη (ΠΕΤΑ). Αθήνα 2000.