Κεραμική

Χατζηγιάννηδες. Παράδοση πλασμένη από πηλό...

Πιάνοντας να τυλίξεις το κουβάρι της ιστορίας των Χατζηγιάννηδων απ’ την αρχή, το νήμα του, σαν μίτος της Αριάδνης, σε παίρνει από τη βορειοδυτική Μικρασία του δεύτερου μισού του 19ου αι. και σε φέρνει στο σήμερα, διαβαίνοντας μέσα απ’ τις πολυδαίδαλες στοές του λαβύρινθου που διέσχισε ο ελληνισμός κατά τις τελευταίες ταραχώδεις δεκαετίες της ιστορίας του.

Και καθώς το ροδάνι του χρόνου προσπερνά τη μαρτυρική δεκαετία 1912-1922, σου ‘ρχεται στο νου η βαθιά διαλεκτική αλήθεια που περικλείεται στο αρχαιοελληνικό ρητό «Ουδέν κακόν αμιγές καλού». Έτσι και η περίοδος αυτή σηματοδότησε για τον ελληνισμό δυο αντιφατικές εξελίξεις: Αφενός τον ξεριζωμό του ελληνικού στοιχείου από τις προαιώνιες εστίες του, που ξεκίνησε ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του ’20 και κορυφώθηκε με την τραγωδία της Μικρασιατικής Καταστροφής και το ανείπωτο δράμα της προσφυγιάς ενάμισι εκατομμυρίου Ελλήνων, και αφετέρου τη δημογραφική, κοινωνική, οικονομική και πολιτιστική ανάκαμψη του ελληνικού κράτους που ήρθε ως αποτέλεσμα της πολύπλευρης κουλτούρας, του φιλοπρόοδου πνεύματος και της ακάματης εργατικότητας των επαναπατρισθέντων προσφύγων. 

Όταν άρχιζε να εφαρμόζεται η πολιτική εκτουρκισμού των μικρασιατικών περιοχών από τους Νεότουρκους και να εξαπολύονται άγριοι διωγμοί, κυρίως εναντίον των ελληνικών και των αρμενικών πληθυσμών, προμηνύοντας τις κατοπινές εφιαλτικές εξελίξεις, τέσσερα αδέρφια αναγκάζονταν να αφήσουν τη γενέθλια γη τους και να ‘ρθουν στη Λέσβο. Από δω οι τρεις έφυγαν – άλλος νωρίτερα κι άλλος αργότερα - για άλλους προορισμούς αναζητώντας καλύτερη τύχη. Ο Αναστάσης έμεινε και ρίζωσε στη λεσβιακή γη. Προικισμένος με τα πνευματικά και ψυχικά προτερήματα των Μικρασιατών και με μόνο εφόδιο το καλλιτεχνικό δαιμόνιο και ταλέντο του, ρίχνεται αμέσως στη μάχη της επιβίωσης. Κι έμελλε τόσο αυτός, ως γενάρχης, όσο και οι απόγονοί του, να γράψουν χρυσές σελίδες στη λαμπρή ιστορία του λαϊκού μας πολιτισμού, ταξιδεύοντας με την τέχνη τους το όνομα της Αγιάσου πολύ έξω από τα στενά γεωγραφικά όρια της πατρίδας μας.

Αλλά ας γυρίσουμε πίσω το ρολόι του χρόνου, για να ξαναζήσουμε την ιστορία της οικογένειας των Χατζηγιάννηδων απ’ την αρχή, τοποθετώντας τη διαδρομή της μέσα στο αντίστοιχο ιστορικό πλαίσιο.

Το Τσανάκ-Καλέ είναι μικρή πόλη της μικρασιατικής ακτής χτισμένη πάνω σε ακρωτήρι στο στενότερο σημείο του Ελλησπόντου και σε απόσταση 12 ναυτικών μιλίων από την έξοδο στο Αιγαίο. Η πόλη ονομάστηκε αρχικά από τους Έλληνες και μετά από τους Ευρωπαίους Δαρδανέλια, επειδή θεωρήθηκε ότι είχε κτιστεί στα ερείπια της αρχαίας Δαρδάνου. Αργότερα θα ονομαστεί Καλέ-ι-Σουλτανιέ (Kale-i Soultaniye) δηλαδή Σουλτανικό Κάστρο και από το τέλος του 18ου αι. θα πάρει το όνομα Canakkale που είναι σύνθετη λέξη: canak που σημαίνει πήλινο πιάτο και kale που σημαίνει κάστρο. Γι’ αυτό στα ελληνικά λεγόταν Αγγειόκαστρο.

Το Τσανάκ-Καλέ αποτέλεσε το τρίτο, μετά τη Νίκαια (το σημερινό Iznik) και την Κιουτάχεια, σπουδαίο μικρασιατικό κέντρο κεραμικής με έντονη δραστηριότητα που κάλυπτε την περίοδο 1670-1922. Η ανάπτυξη της κεραμικής τέχνης στο Τσανάκ-Καλέ οφειλόταν σε μια σειρά λόγους, ανάμεσα στους οποίους ήταν: το κατάλληλο χώμα της περιοχής με μεγάλη ποσότητα αργιλικής γης, η άφθονη ξυλεία για τη λειτουργία των κεραμικών κλιβάνων και τα κατάλληλα πετρώματα με οξείδια που έδιναν την πρώτη ύλη για την εφυάλωση. Καθοριστικό ρόλο στην προώθηση της παραγωγής σε ξένες αγορές έπαιξαν και οι διεθνείς συνθήκες και συμφωνίες που τέθηκαν σε εφαρμογή κατά την περίοδο αυτή και κατέστησαν την πόλη σπουδαίο διαμετακομιστικό κέντρο. Συνηθισμένος σταθμός ανεφοδιασμού στην είσοδο του Ελλήσποντου το Τσανάκ-Καλέ, με ισχυρό το μόνιμης εγκατάστασης ελληνικό στοιχείο, φυσικό ήταν να αξιοποιήσει την κομβική του θέση πάνω στο σταυροδρόμι των θαλάσσιων κυρίως εμπορικών δρόμων και να προωθήσει το άφθονο κεραμικό προϊόν.

Εβδομήντα χιλιόμετρα από το Τσανάκ-Καλέ και είκοσι χιλιόμετρα από την Προποντίδα ή Θάλασσα του Μαρμαρά και δίπλα στις όχθες του Γρανικού ποταμού όπου το 334 π.Χ. ο Μέγας Αλέξανδρος κατήγαγε την πρώτη αποφασιστική στρατιωτική νίκη εναντίον των Περσών, βρίσκεται η πόλη Βίγα. Εκεί ζει και δημιουργεί ο αγγειοπλάστης Συμεών Χατζηγιάννης με τους γιους του Δημήτρη, Γιώργο και Αναστάση. Ο Αναστάσης, ήταν ήδη ένας έμπειρος κεραμιστής, αφού είχε μαθητεύσει στο οικογενειακό τους εργαστήρι και είχε ήδη εργαστεί στο Τσανάκ-Καλέ και στη Μάδυτο (πόλη απέναντι από το Τσανάκ-Καλέ πάνω στη χερσόνησο της Καλλίπολης).

Γύρω στο 1911 οι τρεις γιοι και η αδερφή τους Ελένη εγκατέλειψαν τη γενέτειρά τους και ήρθαν στη Λέσβο.

Από δω ο Δημήτρης και η Ελένη έφυγαν μετανάστες στην Αμερική όπου έζησαν την υπόλοιπη ζωή τους.

Ο Γιώργος έμεινε μερικά χρόνια στη Λέσβο ασχολούμενος με την κεραμική, αλλά τα πολλά αγγειοπλαστεία του νησιού δημιουργούσαν ένα τέτοιο ανταγωνιστικό περιβάλλον που δεν του επέτρεπε να ανοίξει τα φτερά του τόσο, όσο εκείνος ήθελε. Γι’ αυτό αργότερα μετακόμισε στη Ζήρια της Αχαΐας, όπου έφτιαξε το δικό του εργαστήρι και με τη βοήθεια των γιων του Αντώνη και Σίμου συνέχισε την πατροπαράδοτη τέχνη. Η Αχαΐα ήταν τότε μια περιοχή όπου η αγγειοπλαστική δεν ήταν ανεπτυγμένη και τα κεραμικά του βρήκαν εύκολα θέση στην παρθένα αγορά. Στη συνέχεια πηγαίνει στην Πάτρα, όπου το ταπεινό εργαστήρι του με την πάροδο των χρόνων έγινε μικρό εργοστάσιο που απασχολούσε σαράντα και πλέον εργάτες.

Το 1954 πεθαίνει ο Γιώργος Χατζηγιάννης, αλλά τη σκυτάλη παίρνουν τα παιδιά του. Όμως, με την εξέλιξη των υλικών και της τεχνολογίας, η μικρή εργοστασιακή παραγωγή άρχισε να φθίνει. Έτσι, το 1970 ο Σίμος φεύγει μετανάστης στον Καναδά αναζητώντας καλύτερη τύχη.

Ο Αντώνης αναλαμβάνει τα ηνία της επιχείρησης και με τα παιδιά του Γιώργο και Βασιλική την αναδιοργανώνουν, την εκσυγχρονίζουν και την ονομάζουν “Achaia Ceramics & Pottery” (Αχαϊκή Κεραμική και Αγειοπλαστική), θέλοντας με τον τρόπο αυτό να τιμήσουν τη γη που τους πρόσφερε στέγη αλλά και πρώτη ύλη για να κατασκευάζουν με την παραδοσιακή τεχνική τα χειροποίητα κεραμικά τους.

Το 1995 πεθαίνει ο Αντώνης Χατζηγιάννης και η επιχείρηση περνά στα παιδιά του, τα οποία επεκτείνουν τη δραστηριότητά της σε νέους προσοδοφόρους τομείς, αποδείχνοντας ότι στο γονίδιο των Χατζηγιάννηδων έχει κωδικοποιηθεί όχι μόνο το αστείρευτο ταλέντο αλλά και το πρωτοπόρο επιχειρηματικό πνεύμα.

Το 2000 η επιχείρηση μετονομάζεται σε «Γ. Χατζηγιάννης – Achaia Handicrafts» («Γ. ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗΣ – Αχαϊκά Χειροτεχνήματα»), επειδή ανέπτυξε καλλιτεχνικές παραγωγές και σε διαφορετικά προϊόντα όπως το γυαλί, το κόσμημα, το ύφασμα και άλλα υλικά, δραστηριότητα που συνεχίζεται μέχρι σήμερα. H «Γ. ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗΣ – Αχαϊκά Χειροτεχνήματα» είναι σήμερα μια από τις μεγαλύτερες, δυναμικότερες και πλέον οργανωμένες ελληνικές επιχειρήσεις, οι οποίες δραστηριοποιούνται στον κλάδο της καλλιτεχνικής κεραμικής, υαλουργίας, κοσμημάτων από ασήμι, μπιζού από γυαλί και διάφορων άλλων υλικών. Eπίσης σχεδιάζει και παράγει μέσω τρίτων υφάσματα για το σπίτι (τραπεζομάντιλα, κουρτίνες, ποτηρόπανα, γάντια κλπ), σε συνδυασμό με τα μοτίβα των κεραμικών. Οι εγκαταστάσεις της εκτείνονται σε 2.820 m² με προοπτική να εξαπλωθούν λίαν συντόμως με νεοαναγειρόμενα κτίρια στα 6.000 m². Η εξαγωγική δραστηριότητα της επιχείρησης αναπτύσσεται σε χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στα Σκανδιναβικά κράτη, στις Η.Π.Α., καθώς και σε Αυστραλία, Γερμανία, Ιταλία, Νότιο Αφρική, συνολικά σε τριάντα μία χώρες. Κάθε χρόνο η επιχείρηση συμμετέχει στις εκθέσεις “ΤΕΧΝΗΜΑ”, “HHORECA” στην Ελλάδα  και “AMBIENTE” στη Φρανκφούρτη της Γερμανίας. Πολλά κομμάτια της «Γ. Χατζηγιάννης – Handicrafts» κοσμούν μουσεία και ιδιωτικές συλλογές. Η επιχείρηση έχει τιμηθεί με πολλά βραβεία και διακρίσεις σε εθνικό και διεθνές επίπεδο.

Ξαναγυρίζουμε όμως στη Λέσβο. Ο Αναστάσης Χατζηγιάννης φτάνει στην Αγιάσο, που μαζί με το Μανταμάδο ήταν τα κυριότερα κέντρα κεραμικής παραγωγής του νησιού, και πέφτει με τα μούτρα στη δουλειά. Το πρώτο εργαστήρι του ήταν μια παράγκα. Σ’ αυτή δούλεψαν ένα διάστημα με το Γιώργο ώσπου αυτός έφυγε στην Αχαΐα. Τα πρώτα χρόνια οι Χατζηγιάννηδες συνέχισαν τις παραδοσιακές φόρμες της Ανατολής: πανέρια, λαγηνόμπρικα και κηροπήγια.

Στη συνέχεια και μέχρι το 1920 ο Αναστάσης δούλεψε στο άλλο μεγάλο εργαστήρι κεραμικής της Αγιάσου, αυτό των Κουρτζήδων. Ήταν όμως πνεύμα ανήσυχο. Ήθελε το δικό του εργαστήρι. Το 1925 νοίκιασε το μαγαζάκι του Κώστα Στεφανή ή Κοντή στο Σταυρί, απέναντι από το σημερινό εκκλησάκι του Ταξιάρχη, και συνέχισε την κατασκευή κεραμικών οικιακής χρήσης. Την περίοδο αυτή δούλεψε μαζί μ’ έναν άλλο μεγάλο λαϊκό καλλιτέχνη της Αγιάσου, το Χαράλαμπο Πανταζή, που αργότερα συνεργάστηκε με το Νικόλα Κουρτζή και έγινε γαμπρός του.

Την ίδια χρονιά παίρνει την άδεια άσκησης επιτηδεύματος και τον επόμενο χρόνο χτίζει το δικό του πέτρινο εργαστήρι στο «Καμπούδι», κοντά στο δημοτικό γυμναστήριο, που σώζεται ακόμα και σήμερα. Αρχίζει να εφαρμόζει πολλά μυστικά ως προς την τεχνική και το γυάλωμα που τα έφερε «προίκα» από το Τσανάκ-Καλέ. Η αλειφωτή τεχνική ή η τεχνική του κορδονιού που θυμίζει ψαθωτό πλέγμα, το γνωστό τσανακαλιώτικο πράσινο και κίτρινο χρώμα που συχνά κάλυπτε τα αλογοκανατάκια του ή τα δίδυμα ζωόμορφα κανάτια του, ήταν δικοί του νεωτερισμοί.

Προπολεμικά ο Στρατής Τζίνης ή Αϊβαλί χρηματοδότησε το Χατζηγιάννη με τη συμφωνία να παίρνει από τις πωλήσεις τα μισά. Την περίοδο αυτή κατασκεύαζε φλιτζάνες, κούπες, κανάτες με ντόπιο χρώμα. Τα κομμάτια αυτά ονομάζονταν δίπυρα αλειφωτά, γιατί μετά το πρώτο ψήσιμο και το μπατανάδιασμα των κεραμικών, πλασμένων από χώμα της Αίγινας που έχει μεγάλη πλαστικότητα και αντέχει σε δυνατές θερμοκρασίες, τα χρωμάτιζε με πυροχρώματα κι όταν στέγνωναν, τα άλειφε με γυαλί και τα ‘βαζε για δεύτερη φορά στο καμίνι (επί 6-8 ώρες) μέχρι να πάρουν τη χαρακτηριστική γυαλάδα τους. Πολλά τα έβαφε με λαδομπογιές.

Την περίοδο 1929-1932 η Αγγλίδα αρχαιολόγος Λαμπ (W. Lamb) πραγματοποίησε ανασκαφές στους Πύργους Θερμής ανακαλύπτοντας τη θέση ενός πολύ σημαντικού προϊστορικού οικισμού που χρονολογείται από την τρίτη π.Χ. χιλιετηρίδα. Σήμερα, έστω και μετά από εφτά περίπου δεκαετίες, εκτελείται το έργο ανάδειξης και μετατροπής αυτού του μνημείου σε αξιόλογο αρχαιολογικό χώρο. Τα ευρήματα της Λαμπ, που εκτίθενται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Μυτιλήνης, επηρέασαν τους τότε κεραμιστές. Το 1930 ο συνέταιρος του Χατζηγιάννη, ο Τζίνης, όταν πληροφορήθηκε για τα τόσο ενδιαφέροντα ευρήματα, πήγε στην περιοχή των ανασκαφών, πήρε κάποια μικρά κομμάτια μελανόμορφων αρχαιοελληνικών αγγείων, των ονομαζόμενων «μαύρων τεφρών», τα έδωσε στον Αναστάση και τον παρότρυνε να πειραματιστεί και να δημιουργήσει αγγεία βασισμένα στα αρχαία πρότυπα. Πράγματι εκείνος έφτιαξε μια μεγάλη σειρά μαύρων αγγείων, χρησιμοποιώντας την τεχνική του μαυρίσματος που γνώριζαν οι γυναίκες της Ανατολής, οι οποίες μ’ αυτήν κατασκεύαζαν στο καμίνι τα λεγόμενα γιουβέτσια (δηλ. τα μαύρα τέστα).

Το 1935-1936 ο Χατζηγιάννης δοκιμάζει τον κίτρινο πηλό της Αίγινας και παρουσιάζει λιγοστά δείγματα.

Η δεκαετία 1940-1950 γενικά ήταν μια δύσκολη περίοδος. Ο κόσμος ήταν φτωχός και δεν υπήρχε ζήτηση. Την περίοδο της Κατοχής αναγκαζόταν με τους γιους του να φορτώνονται τα κεραμικά στην πλάτη τους και να πηγαίνουν με τα πόδια στα γύρω χωριά (Πολιχνίτο, Λισβόρι, κ.α.) και στα πανηγύρια για να τα πουλήσουν και να πάρουν σιτάρι κι αλεύρι να θρέψουν την πολυμελή φαμίλια τους. Ταυτόχρονα καλλιεργούσαν το περιβόλι τους στις «Πλάκες» για να εξασφαλίσουν τα κηπευτικά τους. Μετά ήρθε ο εμφύλιος πόλεμος και πάλι η ζήτηση ήταν περιορισμένη. Τότε φτιάχνανε τα μαύρα μπιμπελά που τα στέλνανε στην Αθήνα, αλλά ήταν φτωχοδουλειά.

Το 1952 κατέβηκε στην Πάτρα από την Αμερική η αδερφή του Ελένη. Ο Αναστάσης πήγε να δει την αδερφή του και με την ευκαιρία αυτή δούλεψε για λίγο καιρό στο εργαστήρι του αδερφού του Γιώργου.

Επέστρεψε στην Αγιάσο και δούλεψε τα διακοσμητικά και τα αγγεία οικιακής χρήσης. Για μοτίβα χρησιμοποιεί θαλασσινές μορφές. Τα γουδιά, οι γαλιές, οι σταχτοθήκες, καθώς και οι φιγούρες χωρικών από την καθημερινότητα αποτελούν θέματα δημιουργίας. Παρουσίασε επίσης κεραμικά με πλούσιο ένθετο διάκοσμο.

Το 1979 αποκτά ηλεκτρικό φούρνο και δίνει μια νέα έκφραση στη διακοσμητική κεραμική που φτάνει στο πιο ψηλό της επίπεδο. Τον βοηθούν οι γιοι του, Ασημάκης και Γιάννης. Αυτοί υπόσχονται πολλά και συνεχίζουν την οικογενειακή παράδοση. Δυστυχώς, γέρος πια, ο Χατζηγιάννης δεν μπορεί να συνεχίσει με τα νέα υλικά (τον έτοιμο πηλό και το ηλεκτρικό καμίνι).

Τυφλός τα 15 τελευταία χρόνια της ζωής του, πεθαίνει τελικά σε βαθιά γεράματα το 1983 σε ηλικία 98 ετών, αφήνοντας πίσω του μια νέα φόρμα στον κόσμο της λεσβιακής κεραμικής.

Το 1917 είχε παντρευτεί μια άξια γυναίκα, τη Μαριγώ Πατράκη, και μαζί απέκτησαν τρία αγόρια, τον Ασημάκη, τον Κλεάνθη και το Γιάννη, και τρία κορίτσια, τη Βασιλεία, την Αμερσούδα και τη Μαρίτσα. Τα αγόρια έμειναν κοντά στον πατέρα τους για πολλά χρόνια, μυούμενα στα μυστικά της κεραμικής.

Ο Ασημάκης ήταν πολύ καλός τροχατζής. Στον τροχό του έβγαζε αριστουργήματα. Του άρεσε να πατά γερά στην παράδοση. Δεν ήθελε νεωτερισμούς. Η Αγιάσος, με τα καλντερίμια και τα σοκάκια της, με τα περίτεχνα ξυλόγλυπτα και τα πλουμιστά υφαντά της, με τη μυρωδιά του ξύλου της ελιάς και των πεύκων, του ήταν αρκετά. Και την υπηρέτησε μέχρι τέλους της ζωής του (πέθανε το 1998) όσο καλύτερα μπορούσε.

Ο γιος του Ασημάκη, ο Αναστάσης, ζύμωνε χρόνια τον πηλό φτιάχνοντας αμέτρητα κεραμικά καλλιτεχνήματα. Υπηρέτησε με πάθος τον ερασιτεχνικό αθλητισμό και συμμετείχε ενεργά στο καρναβάλι. Αλλά η ύπουλη αρρώστια του σακχαρώδη διαβήτη από πολύ νωρίς είχε αρχίσει να ροκανίζει σαν καλικάντζαρος το δέντρο της ζωής του, ώσπου, με το συμπλήρωμα της έκτης δεκαετίας της, το γκρέμισε κάτω.

Ο γιος του Αναστάση, ο Ασημάκης, επιχείρησε να συνδέσει τη ζωή του με το ξύλο. Νόμιζε ότι η επαφή με την ξυλογλυπτική ήταν αρκετή για να βρει διέξοδο το καλλιτεχνικό του τάλαντο. Η παράδοση όμως θέλει τους Χατζηγιάννηδες να πλάθουν πηλό. Έτσι, και η τέταρτη γενιά γύρισε στο πατρογονικό εργαστήρι, όπου με το γνήσιο λαϊκό του σχέδιο και τον αυθορμητισμό του αυτοδίδακτου, δίνει μέχρι σήμερα τη δική του κατάθεση στην οικογενειακή ιστορία. Τα τελευταία χρόνια συμβάλλει, όχι μόνο με τη σκηνογραφία αλλά και με το στίχο του, στη συνέχιση του καρναβαλικού μας εθίμου. Φρόντισε ακόμα να αναστήσει για τρίτη φορά το όνομα του προπάππου του Αναστάση, φέρνοντας στον κόσμο και την πέμπτη γενιά των Χατζηγιάννηδων.

Ο δεύτερος γιος του Αναστάση, ο Κλεάνθης, γεννήθηκε το 1925 και μαθήτευσε κι αυτός στο πατρικό εργαστήρι. Κατά τη διάρκεια του εμφύλιου πολέμου κατατάχτηκε στον εθνικό στρατό. Αναγκασμένος να αποφύγει τις απειλές εναντίον της ζωής του που εκτόξευε συνεχώς ο λοχαγός του εξαιτίας των αριστερών πολιτικών του φρονημάτων, αλλά και αρνούμενος να χύσει αδερφικό αίμα για ξένα συμφέροντα, κατέφυγε στη Γιουγκοσλαβία, όπου έζησε την υπόλοιπη ζωή του ως πολιτικός πρόσφυγας. Εκεί παντρεύεται τη νηπιαγωγό Κοβίλκα Βάσιτς, υιοθετεί την κόρη της Όλγα (1947) και αποκτά από το γάμο του άλλα δυο παιδιά, τη Μαρία (1957) και τον Πάρη (1968). Στο Βελιγράδι δούλεψε σαν βαφέας-ελαιοχρωματιστής, αλλά ασχολήθηκε και με τη ζωγραφική. Κατά καιρούς ερχόταν στην Αγιάσο και έφτιαχνε κεραμικά στο πατρογονικό εργαστήρι. Το ζωγράφισμα των πιάτων ήταν το κύριο θέμα της δουλειάς του. Πέθανε στο Βελιγράδι το 1994.

Ο άλλος γιος του Αναστάση, ο Γιάννης, γεννήθηκε το 1933 στην Αγιάσο. Κληρονόμησε το βλογημένο γονίδιο των Χατζηγιάννηδων και ήταν νεωτεριστής και πνεύμα ανήσυχο, σαν τον πατέρα του. Τα έργα του σε ταξιδεύουν σε θάλασσες με γοργόνες, κοράλλια, ιππόκαμπους και πολύχρωμα ψάρια, με Ποσειδώνες και Νηρηίδες. Σε παράδεισους με φτερωτά άλογα, μυθικά, ανεξίκακα τέρατα, δράκους του παραμυθιού, όλα φτιαγμένα από χώμα, νερό και φωτιά. Είχε ιδιαίτερη κλίση στη γλυπτική. Έτσι το 1961 στην Πανελλήνια Έκθεση Κεραμικής το γλυπτό του έργο με τίτλο «Σύνθεση πουλιών» παίρνει το Α΄ βραβείο. Ο ΕΟΜΜΕΧ τον στέλνει με υποτροφία στη Γερμανία και στην Ιταλία, όπου μαθήτευσε για έξι μήνες στη Σχολή Umanitaria του Μιλάνου. Εκεί βελτιώνει την τεχνική του ψησίματος, των καμινιών, της μείξης των χρωμάτων. Μαθαίνει τα μυστικά της γλυπτικής. Σε όλα αυτά προσθέτει την πλούσια λαϊκή φαντασία των καταβολών του και την απλότητα των γραμμών του. Το αποτέλεσμα εξαιρετικό. Τα σχόλια του ιταλικού Τύπου διθυραμβικά. Φωτογραφίες των έργων του κοσμούν τις σελίδες των περιοδικών τέχνης. Η Σχολή κρατά στο αρχείο της τα περισσότερα έργα του. Ο καθηγητής και τεχνοκρίτης P. Gabrini, διερωτάται αν ο Χατζηγιάννης ήρθε να μαθητεύσει ή να διδάξει τέχνη και ήθος.

Αφού τελειώνει τη Σχολή, επιστρέφει στην Αγιάσο, στο πατρογονικό εργαστήρι, και συνεχίζει να δουλεύει απλά, αθόρυβα, σεμνά. Κάνει ατομικές εκθέσεις στη Μυτιλήνη, στην Αθήνα, στο Μαρούσι και τα έργα του ταξιδεύουν στο Μόναχο και στη μακρινή Αυστραλία. Η «World Grafts Council Hellenic Section», συμβουλευτικό όργανο της UNESCO για την παραδοσιακή τέχνη, διοργανώνει έκθεση το 1984 στην κεντρική γκαλερί της Αθήνας (Βασιλίσσης Σοφίας 4) «Συλλογή». Όλοι μαγεύονται από τα πρωτόγνωρα εκθέματα και τη μοναδικότητά τους. Τον επόμενο χρόνο η Αθηναϊκή γκαλερί «Ώρα» διεκδικεί την έκθεση των έργων του.

Αυτά όμως που έμαθε ο Γιάννης Χατζηγιάννης για την κεραμική δεν τα κράτησε εφτασφράγιστο μυστικό. Από το 1983 και μετά δίδασκε κεραμική στη Νομαρχιακή Επιτροπή Λαϊκής Επιμόρφωσης (ΝΕΛΕ) Λέσβου και έβγαλε αξιόλογους μαθητές που τώρα έχουν τα δικά τους εργαστήρια, όπως η Αντωνία Γαββέ, η Γεωργία Ζαχαριάδου, η Μάρω Κρητικού και άλλοι. Στο ίδιο περίπου χρονικό διάστημα δίδαξε την παραδοσιακή μας τέχνη σε ΑμεΑ του Ιδρύματος Κοινωνικής Πρόνοιας Αγιάσου «Η Θεομήτωρ», όπως και στο Τεχνολογικό Επαγγελματικό Εκπαιδευτήριο (ΤΕΕ) Αγιάσου (το 2ο χρόνο της λειτουργίας του), αγωνιζόμενος να μείνει άσβεστη η φλόγα της παράδοσης του πηλού στη γενέτειρά του. Παράλληλα, συμμετέχει σε εκθέσεις και διαγωνισμούς που οργανώνονται τα τελευταία χρόνια στη γειτονική Τουρκία και εντυπωσιάζει τους διοργανωτές.

Ο Γιάννης Χατζηγιάννης αναμφισβήτητα είναι ένας από τους κορυφαίους λαϊκούς δημιουργούς που ανέδειξε η Λέσβος, τιμή και καμάρι της γενέτειράς του και άξιος πρεσβευτής του πολιτισμού της.

Ο μεγάλος γιος του Γιάννη, ο Αναστάσης γεννήθηκε το 1963 στη Μυτιλήνη. Αποφοίτησε από τη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Θράκης και ακολούθησε τελικά το επάγγελμα του δικηγόρου. Όμως, από παιδί έμαθε και άσκησε την παραδοσιακή τέχνη της οικογένειάς του. Κι αν μπλέχτηκε μες στα πολυδαίδαλα κανάλια της νομικής επιστήμης, ποτέ δεν έπαψε να θέτει τις εξαίρετες καλλιτεχνικές του δεξιότητες στην υπηρεσία του λαϊκού πολιτισμού.

Ο μικρός γιος του Γιάννη, ο Δημήτρης, γεννήθηκε το 1970 στη Μυτιλήνη. Παρότι σπούδασε καθηγητής Φυσικής Αγωγής στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, αποφάσισε να ασχοληθεί με την κεραμική. Από το 1995 άνοιξε δικό του εργαστήρι στην είσοδο του χωριού και συνεχίζει μαζί με τον πατέρα του την οικογενειακή παράδοση. Από μικρός είχε δείξει την καλλιτεχνική του φλέβα και βραβεύτηκε σε δυο Διεθνείς Διαγωνισμούς Ζωγραφικής : Το 1987, μαθητής ακόμα στο Γυμνάσιο, πήρε το Β΄ βραβείο στο Βερολίνο για το έργο του «Λέσβιος ψαράς». Τον επόμενο χρόνο (1988) πήρε το Β΄ βραβείο στην Τασμανία της Αυστραλίας για το έργο του με θέμα τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1996. Συμμετείχε στην Έκθεση του Συλλόγου Κεραμιστών «Το Έοργον» στην Αθήνα και στη συνέχεια σε πολλές άλλες εκθέσεις. Δίδαξε κεραμική στο ΤΕΕ Αγιάσου από το 1999 ως το 2003. Εργάστηκε ως επιμορφωτής σε προγράμματα εκμάθησης κεραμικής που υλοποίησε το INTEGRATION Κέντρο Επαγγελματικής Κατάρτισης Μυτιλήνης, καθώς και σε προγράμματα της Νομαρχιακής Επιτροπής Λαϊκής Επιμόρφωσης Λέσβου. Ακουμπά στέρεα κι ευλαβικά στην πατροπαράδοτη κληρονομιά κι ανοίγει τα φτερά του σε μοντέρνες δημιουργίες, κρικελώνοντας δημιουργικά το παρόν με το παρελθόν.

Απ’ όσα αναφέραμε, καταλαβαίνουμε την αξία και τις επιδόσεις των Χατζηγιάννηδων, που - ευτυχώς για το χωριό μας - δεν περιορίστηκαν μόνο στην κεραμική που εξασφάλιζε τον βιοπορισμό τους, αλλά επεκτάθηκαν και σε άλλους τομείς του λαϊκού πολιτισμού, όπως το θέατρο και ο ερασιτεχνικός αθλητισμός. Κυρίως όμως στο καρναβάλι, το οποίο ανιδιοτελώς υπηρέτησαν επί δεκαετίες, μα πιότερο απ’ όλους ο Γιάννης Χατζηγιάννης, οι γιοι του Τάσος και Δημήτρης, και τα τελευταία χρόνια και ο Ασημάκης Αναστασίου Χατζηγιάννης.

Ο Γιάννης Χατζηγιάννης έχει συνδέσει το όνομά του με το έθιμο από τότε που τα άρματα έκαναν την εμφάνισή τους στο αγιασώτικο καρναβάλι μαζί με τη σάτιρα, δηλαδή από το 1951 και μετά. Τα μαγικά του χέρια έπλασαν έργα αλησμόνητα, με μόνα εφόδια το χαρτί, το γύψο και τον πηλό. Άσβηστες στη μνήμη μας θα μείνουν οι αριστουργηματικές και εμπνευσμένες κατασκευές του στα συγκροτήματα «Τρελοκομείο» (1969), στο θρυλικό συγκρότημα «Κόλασ’ τσι Παράδ’σους» (1970) και στο «Τσίρκο Άφρικα» (1971). Τη συνδρομή του εξακολουθεί να μας δίνει αφειδώλευτα – αν και πιο ανάρια - μέχρι και σήμερα.

Ο Τάσος και ο Δημήτρης έβαλαν τη δική τους σφραγίδα στο καρναβάλι από το 1980 και μετά, αποδείχνοντας ότι είναι άξια τέκνα του πατέρα τους. Είναι τέτοια η καλλιτεχνική αρτιότητα των έργων τους, που δεν είναι λίγες οι φορές που αναρωτηθήκαμε όχι μόνο αν τον έφτασαν, αλλά μήπως κιόλας τον έχουνε ξεπεράσει.

Ο άνθρωπος πάντα έμενε ενεός μπροστά στο θαύμα της ζωής, της γέννησης και του θανάτου, που πολύ παραστατικά αποδίδει η βιβλική γραφή «Χους κι εγώ ειμί και εις χουν απελεύσομαι». Και καθώς – σύμφωνα μ’ αυτήν – από το χώμα γεννήθηκε ζωή, μας έρχεται στο νου η δουλειά των Χατζηγιάννηδων που επί τέσσερις γενιές, αντλώντας τη δύναμή τους από την παράδοση, δουλεύουν το χώμα, τον πηλό, δίνοντας στα έργα τους μια μοναδικότητα και μια ολοζώντανη εκφραστικότητα, τέτοια που κάνει τους βρακάδες και τις βρακούσες να σου γνέφουν και να σου χαμογελούν, τα άλογα να χλιμιντρίζουν και να χαριεντίζονται καμαρωτά, τα λουλούδια ν’ ανοίγουν διάπλατα τα πέταλά τους ξεπροβάλλοντας ανάμεσα σε πολύχρωμα φυτά, τα πουλιά αεικίνητα να πετάνε από κλαδί σε κλαδί και να σου φαίνεται πως τ’ ακούς να τιτιβίζουν, τους δράκους να ποζάρουν ανεξίκακα, τα τρικάταρτα σκαριά να χορεύουν πάνω στα κύματα ακολουθούμενα από δελφίνια και χρυσόψαρα. Όλα φαίνονται πλημμυρισμένα από ζωή και συνυπάρχουν αρμονικά στην αγκαλιά μιας μάνας φύσης αγνής, αμόλυντης, ιδανικής.

Καθένας τους, με το δικό του καλλιτεχνικό στίγμα, έχει παράγει έργα μοναδικά, δημιουργίες που απλώνουν τις ρίζες τους στο παρελθόν αντλώντας δυνάμεις για το μέλλον. Η φαντασία τους, ασέλωτο με δίχως χαλινάρι, καλπάζει ξέφρενα στους κάμπους του ονείρου πλάθοντας μορφές βγαλμένες από τον κόσμο ενός  αυτοσχέδιου λαϊκού παραμυθιού.

Οι Χατζηγιάννηδες, άνθρωποι που έχουν παντρέψει από γεννησιμιού τους το σπάνιο ταλέντο με το άμεμπτο ήθος, εμφυσούν τη ζωή στο άψυχο χώμα για να πάρει αυτό σάρκα και οστά και να μας αποκαλύψει τον πλούτο και την ομορφιά της ψυχής τους.

Η Αγιάσος τους ευγνωμονεί και τους τιμά.

(Ομιλία του Παναγιώτη Μιχ. Κουτσκουδή στο Κινηματοθέατρο του Αναγνωστηρίου Αγιάσου στις 8 Αυγούστου 2007 στο πλαίσιο τιμητικής εκδήλωσης του Δήμου Αγιάσου για την αγιασώτικη κεραμική.)

Πηγές:

1) Σοφοκλή Κουτρή «ΚΕΡΑΜΙΚΕΣ ΜΟΡΦΕΣ ΤΗΣ ΛΕΣΒΟΥ», εκδόσεις ΙΝΔΙΚΤΟΣ, Αθήνα 1999

2) Κατερίνα Κορρέ – Ζωγράφου. Τα κεραμεικά του Αιγαίου (1600-1950). Υπουργείο Αιγαίου. Αθήνα 1995.

3) Κατερίνα Κορρέ-Ζωγράφου. Τα κεραμικά του Τσανάκ Καλέ 1670-1922. Ίδρυμα Μείζονος Ελληνισμού. Αθήνα 2000. ISBN 960-7957-08-3.

4) Κατερίνα Κορρέ-Ζωγράφου. Τα κεραμικά του Ελληνικού Χώρου…

5) Κέντρο Μελέτης Νεώτερης Κεραμικής. Ίδρυμα Οικογένειας Γ. Ψαροπούλου. Λεύκωμα. Κεραμικών εμπόριο… Έρευνα – Κείμενα - Επιμέλεια: Ελένη Παπαθωμά. Αθήνα 2001.

6) Ιστοσελίδα Πανεπιστημίου Αιγαίου. Αγγειοπλάστες.

7) Παλιά ιστοσελίδα του Δήμου Αγιάσου

8) Διαφημιστικό δίπτυχο του Εργαστηρίου κεραμικής Χατζηγιάννη Δημήτρη.

9) Βιογραφικό σημείωμα Γιάννη Χατζηγιάννη (Δημήτρης Χατζηγιάννης 12-01-2002).

10) Η ιστορία μας. Οικογένεια Χατζηγιάννη. Παράδοση πλασμένη από πηλό. Του Γιώργου Ν. Μπαχά. Περιοδικό ΝΕΜΕΣΙΣ Αύγουστος 1999. Σελ. 68-73.

11) Αγγειοπλάστες. Ναυάγιο. Χατζηγιάννης Δημήτρης.

12) Ορίζοντες. Δευτέρα 3 Φεβρουαρίου 2003. 23/3. Πρόσωπα. Γ. Χατζηγιάννης. Ο τελευταίος των … Τσανάκ-Καλέ. Της Μαίρης Αδαμοπούλου.

13) Ρεπορτάζ. Αριστουργήματα από πηλό. Ηρώ Ζάχη. Σελ. 76-78.

14) E-mail της “Γ. Χατζηγιάννης – Handicrafts” από Πάτρα.

15) Συνεντεύξεις Γιάννη και Δημήτρη Χατζηγιάννη (Αύγουστος 2007)