Μουσική-Χορός

Η μουσικοχορευτική παράδοση

 

Οι μουσικάντες

Μια πλήρης αγιασώτικη παραδοσιακή κομπανία αποτελείται από έξι όργανα: βιολί, σαντούρι, κλαρίνο, τρομπόνι, μπάσο και κορνέτα. Παράλληλα υπάρχουν και μεμονωμένοι μουσικοί (μουσικάντες) που παίζουν ζουρνά και νταούλι. Στις αρχές του αιώνα γύρω στο 1916 – 1917, εισάγεται η λατέρνα από τη Σμύρνη, ενώ λίγο αργότερα έρχεται το μαντολίνο και η κιθάρα για τους ερασιτέχνες που κάνουν καντάδα στην αγαπημένη τους. Μαντολίνο, όμως, μαθαίνουν και πολλές κοπέλες από εύπορες οικογένειες. Μετά τον πόλεμο μπαίνει και το μπουζούκι, το οποίο παίρνει στην ορχήστρα τη θέση του σαντουριού.

Οι μουσικάντες κλείνονταν από ιδιώτες είτε εκ των προτέρων για γάμο, βαφτίσια κ.λ.π., είτε αυθόρμητα σε στιγμές κεφιού, είτε τις Κυριακές και γιορτές. Στις μεγάλες γιορτές τους έκλειναν τα μεγάλα καφενεία. Το «Αναγνωστήριο» τους έκλεινε όταν έκανε τις χοροεσπερίδες του και οι συντεχνίες όταν γιόρταζαν τον προστάτη τους Άγιο.

Η αμοιβή τους άλλοτε συμφωνούνταν προκαταβολικά, συνήθως με τα μεγάλα καφενεία, τη συμπλήρωνε δε η “χαρτούρα” που έριχναν οι παρέες στο σαντούρι.

Οι μουσικάντες ήταν περιζήτητοι και το κύρος τους μεγάλο, δεδομένης της σημαντικής θέσης που καταλάμβαναν στη ζωή των Αγιασωτών ο χορός και η μουσική. Απ’ το πρωί που έβγαιναν στο δρόμο είχαν δουλειά, που ξεκινούσε συνήθως από τα καφενεία της αγοράς για να καταλήξει συχνά στο σπίτι του Αγιασώτη που “είχε” τη μουσική ή αντίστροφα. Τις γιορτινές μέρες δεν κοιμόντουσαν καθόλου. Οι παλιοί μουσικάντες έπιναν πολύ και κάποιοι πέθαναν αλκοολικοί. Οι νεότεροι έπιναν λίγο, έτσι για να έρθουν στο κέφι, όπως λένε οι ίδιοι.

Οι σκοποί

Οι Αγιασώτες δεν τραγουδούν πάνω στο χορό. Τραγουδούν τραγούδια της τάβλας, σε γάμους, αρραβώνες, βαφτίσια ή σκοπούς περιπατητικούς που παίζονται από την κομπανία στην πατινάδα της Κυριακής ή συνοδεύοντας τη νύφη στην εκκλησία ή το νεκρό στην τελευταία του κατοικία, με ανάλογο βέβαια πάντα περιεχόμενο.

Ως προς την προέλευση, είναι δύσκολο να ξεχωρίσει κανείς τους λεσβιακούς από τους μικρασιάτικους σκοπούς. Λέσβος και μικρασιατική ακτή θεωρούνταν ένα και το αυτό, η επαφή ήταν συνεχής οι μουσικοί ταξίδευαν συχνά απ’ το ένα μέρος στο άλλο. Γνωστοί σκοποί ήταν το ζεϊμπέκικο του Αϊβαλιού, το Σμυρναίικο, το Περγαμηνό. Οι πιο δημοφιλείς σκοποί όμως, που θεωρούνται και οι «εθνικοί ύμνοι» της Λέσβου, είναι τα “Ξύλα”, συρτό προερχόμενο μάλλον από τουρκικό εμβατήριο και ο “Κιόρογλου”, ρυθμός 5/8, που παίζεται κυρίως στη γιορτή του Προφήτη Ηλία.

Παράλληλα όμως με τους ντόπιους σκοπούς έχουμε και τους ευρωπαϊκούς.

Στο ρεπερτόριο των χορών διακρίνουμε τρεις κατηγορίες:

Η στερεότυπη σειρά των χορών

Η μουσική ξεκινάει με συρτό, περνάει στο μπάλο, στη συνέχεια στον καρσιλαμά, στο ζεϊμπέκικο και τελειώνει με το «μαζωμένο» ή «πηδηχτό» ή «ανιγκασκό».

Ο συρτός ρυθμός 2/4 χορευόταν κατά κανόνα από δύο άτομα, αλλά και από περισσότερα όταν άναβε το κέφι. Από το συρτό, το βιολί κάνει ένα γύρισμα, παίζει έναν αμανέ και περνάει στο μπάλο, που επίσης χορεύεται από δύο άτομα. Ακολουθεί ο καρσιλαμάς, ρυθμός 9/8, χορός αντικριστός για δύο. Περνάμε στο ζεϊμπέκικο, ρυθμός 9/8, επίσης για δύο άτομα, ή και “σόλο”.

Τέλος, ο μαζωμένος ή πηδηχτός χορεύεται από πολλούς, στο αποκορύφωμα του γλεντιού, πηδηχτά, σα γρήγορος συρτός. Η σειρά δεν άλλαζε. Άγραφος κανόνας. Πολλές φορές χόρευαν και καλαματιανό, κυρίως στα πανηγύρια.

Χοροί παρεμβαλλόμενοι

Με τον όρο αυτό εννοούμε χορούς που δεν αποτελούσαν μέρος της συνηθισμένης ακολουθίας, δε χορεύονταν από όλους και, μολονότι ήταν ρυθμοί γνωστοί, είχαν ιδιομορφίες, άλλαζαν την ατμόσφαιρα και έσπαζαν τη σειρά την τάξη. Αυτοί ήταν:

Ο “τζάμκος”, ρυθμός 2/4, αργός συρτός που χορεύονταν από δύο. Γνωστός και σαν “χορός των μαχαιριών”. Ο ένας κρατούσε στο χέρι μαχαίρι ή τσιμπίδα που έπαιρνε από τον μπουφέ όπου έψηναν τον καφέ και προσποιούνταν ότι απειλούσε τον άλλον που έμενε καθισμένος και απαθής. Ο πρώτος διέγραφε κύκλους στον αέρα με το μαχαίρι του και έκανε πως έκοβε τη μύτη, τα αυτιά, το κεφάλι, τα γεννητικά όργανα του άλλου και με μια απότομη κίνηση κάθε φορά, τα πέταγε στους θεατές του χορού. Σ’ όλη τη διάρκεια του χορού επαναλάμβανε τις ίδιες κινήσεις που προκαλούσαν τα γέλια των θεατών. Χορός μιμικός που χορευόταν από ορισμένους μόνο και όταν είχαν κέφι ή παροτρύνονταν από την ομήγυρη. Ο χορευτής είχε την ικανότητα να πραγματοποιεί εξαιρετικά συγκεκριμένες κινήσεις.

Ο “πουτάνικος” ή “ποτηράκια” ήταν επίσης μιμικός χορός εκτελούμενος από άντρες που παρίσταναν τις γυναίκες, κρατούσαν στα χέρια μικρά ποτηράκια που τα χτυπούσαν μεταξύ τους, ενώ η ορχήστρα συνόδευε μονάχα με το βιολί, το σαντούρι και το μπάσο, για να μη χάνεται ο ήχος των ποτηριών. Φαίνεται ότι ο χορός αυτός ήρθε στη Λέσβο από τους στρατιώτες που είχαν πάει στη Μικρασία το 1922 και στην πραγματικότητα δεν είναι παρά μίμηση του χορού της κοιλιάς, όπως χορευόταν στα “ καφέ – σαντάν” της Σμύρνης και της Πόλης.

Ο “Αρκουδιάρης” ή “Αράπικος” χορός μιμικός και κωμικός ταυτόχρονα, εκτελούνταν από δύο άτομα, από τα οποία το ένα έπαιζε τον πιο σημαντικό ρόλο, ενώ το άλλο χρησίμευε για παρτενέρ. Ρυθμός 2/4, σαν ζωηρός συρτός. Ο χορευτής έκανε άγριες χειρονομίες, γούρλωνε τα μάτια, μιμούνταν την αρκούδα και έκανε πηδήματα. Χορός που χορευόταν κυρίως στο καρναβάλι, ήταν δε για κάποια περίοδο, σχεδόν αποκλειστικότητα ενός βοσκού με το παρατσούκλι «Μαρούλα».

Χοροί ειδικών περιστάσεων

Ο “νυφιάτικος” ή “νυφκάτος”. Χορευόταν από τις φίλες της νύφης πριν από το γάμο. Αφού τη βοηθούσαν να ντυθεί, έκαναν κύκλο γύρω της με σταυρωτά τα χέρια και της τραγουδούσαν στίχους κατάλληλους για την περίσταση, αυτοσχεδιάζοντας πολύ και σύροντας το χορό προς τα δεξιά.

Τα “τριψίματα”. Χορεύονταν σε κύκλο, συρτά, από νέους μεταμφιεσμένους τις μέρες του καρναβαλιού, ενώ τραγουδούσαν με τολμηρά λόγια και υπονοούμενα. Συχνά κάθονταν καταγής, τρίβοντας τα οπίσθιά τους κάτω.

Να προσθέσουμε εδώ ότι από τις αρχές του αιώνα είχαν μεγάλη πέραση στους κύκλους των μορφωμένων οι ευρωπαϊκοί χοροί, κυρίως η πόλκα, η μαζούρκα και το βαλς, που έφταναν ως την Αγιάσο μέσω Σμύρνης (το Παρίσι της Ανατολής) ή μέσω των νέων που είχαν σπουδάσει στο εξωτερικό. Η μεγάλη πλειοψηφία, όμως, χόρευε τους ντόπιους χορούς.

Χορευτικές περιστάσεις

Οι Αγιασώτες χόρευαν τις Κυριακές, στις θρησκευτικές γιορτές, στο καρναβάλι, στις χοροεσπερίδες, στα γλιτώματα της ελιάς, σε γάμους, αρραβώνες, βαφτίσια και οποιαδήποτε στιγμή, αυθόρμητα. Η πιο συνηθισμένη, όμως, χορευτική εκδήλωση ήταν η “πατινάδα” της Κυριακής, συνδεδεμένη με το παιχνίδι του έρωτα και του γάμου.

Οι νέοι αλλά και οι μεγαλύτεροι, ξεκινούσαν παρέες - παρέες απ’ τα καφενεία της αγοράς, τα οποία αποτελούσαν το κέντρο της δημόσια ζωής της Αγιάσου, και μαζί με την κομπανία ή τους μεμονωμένους μουσικούς περνούσαν απ’ τα δρομάκια του χωριού, για να καταλήξουν στα λεγόμενα κουιτούκια, συνοικιακά καφενεδάκια που άνοιγαν μόνο Κυριακές και γιορτές και σέρβιραν ρακί, κονιάκ και στραγάλια.

Στις συνοικίες, λοιπόν, μπορούσαν να έρθουν σε επαφή με τις κοπελιές που περίμεναν μπροστά στα σπίτια τους να φθάσει η μουσική, καθισμένες στα “καριγλιά” τους, φορώντας την καλή τους βράκα και τα φλουριά στο στήθος. Οι γυναίκες και ιδιαίτερα οι νέες σπάνια κατέβαιναν στα καφενεία της αγοράς. Παρέμεναν στις γειτονιές, κεντώντας, πλέκοντας και κουβεντιάζοντας, καθισμένες έξω απ’ τις πόρτες των σπιτιών τους, μακριά απ’ τα βλέμματα των αντρών, οι οποίοι ανέβαιναν τις Κυριακές για να διασκεδάσουν και να εκφράσουν τον έρωτά τους χορεύοντας στα κουιτούκια, ενώ οι κοπελιές παρακολουθούσαν από κάποια απόσταση.

Η κομπανία τηρούσε σειρά προτεραιότητας στις φιλικές παρέες, αλλά οι παρεξηγήσεις δεν έλειπαν ποτέ. Χόρευαν μόνο οι άντρες μεταξύ τους. Τις σπάνιες φορές που ο σύζυγος καλούσε τη γυναίκα του για χορό ή ο πατέρας την κόρη του, τους έδιναν την πρώτη θέση. Αυτό δε σημαίνει ότι οι γυναίκες δε χόρευαν. Στην πατινάδα της Κυριακής χόρευαν την ίδια ώρα υπό τους ήχους της μουσικής που έπαιζε για τους άντρες, αλλά μεταξύ τους, πίσω από τα σπίτια για να μην τις βλέπουν οι άντρες. Συνήθιζαν και το καλαματιανό.

Η μουσική κρατούσε ως το πρωί στα κουιτούκια και συνεχιζόταν με καντάδες κάτω απ’ τα παράθυρα των κοριτσιών. Το έθιμο της πατινάδας εξέπνευσε με το τέλος του πολέμου, όταν έκλεισε και το τελευταίο κουιτούκι.

Τα καφενεία και τα κουιτούκια ήταν ο χορευτικός χώρος των Αγιασωτών και στις θρησκευτικές γιορτές, ενώ στο καρναβάλι ο χορός μπορούσε να εκδηλωθεί οπουδήποτε και οποτεδήποτε, με τρόπο πιο ελεύθερο. Οι οργανωμένες χοροεσπερίδες που είναι υπόθεση της διανόησης, γίνονται σε αίθουσες κλεισμένες από πριν, ενώ στο γάμο, στους αρραβώνες, στα βαφτίσια, χορεύουν μέσα ή έξω από το σπίτι ή και στο καφενείο. Το χορό ανοίγει ο γαμπρός με τη νύφη. Στη συνέχεια καλούν τον κουμπάρο, τους γονείς και το γλέντι γενικεύεται, ενώ πέφτει “χαρτούρα” γενναιόδωρη στους μουσικάντες. Παλιότερα, τη μεθεπομένη μέρα και αφού διαπιστωνόταν η εκπαρθένευση της νύφης, γινόταν δεύτερο γλέντι, ο αντίγαμος.

Ευκαιρία για χορό παρέχουν και τα “γλυτώματα” της ελιάς. Από το Σεπτέμβρη ως το Πάσχα σχεδόν, το χωριό ζούσε και ζει στο ρυθμό της ελιάς. Το λιομάζωμα άρχιζε το Νοέμβρη και κορυφωνόταν Γενάρη και Φλεβάρη. Την τελευταία μέρα της συγκομιδής οι γυναίκες, με έξοδα του αφεντικού, ετοίμαζαν φαγητά και γλυκά και όταν ερχόντουσαν στο κέφι με μερικά ποτηράκια κρασί, το έριχναν στο χορό, είτε στο κτήμα, είτε στην Καρήνη, τοποθεσία με πλατάνια όπου κατέληγαν όλοι οι δρόμοι του ελαιώνα. Αν το αφεντικό ήταν κουβαρντάς, έφερνε κομπανία, αλλιώς αρκούνταν στο νταούλι και στο ζουρνά ή κρατούσαν οι ίδιοι το ρυθμό με τενεκέδες.

Ύστερα από μερικές ώρες έπαιρναν το δρόμο για το χωριό, άντρες και γυναίκες μαζί, πιασμένοι από τα μπράτσα και τραγουδώντας για να συνεχίσουν το γλέντι στα καφενεία του χωριού. Η χορευτική ατμόσφαιρα στα γλιτώματα φαίνεται ότι ήταν πολύ πιο ελεύθερη, αφού άντρες και γυναίκες δούλευαν μαζί στον ίδιο χώρο για μήνες.

Η χορευτική συμπεριφορά

Το ύφος του χορού ήταν μετρημένο, συγκρατημένο. Οι Αγιασώτες δεν αγαπούσαν τις πολλές φιγούρες. Επίσης, δεν χόρευαν άλλους χορούς από τους δικούς τους, ενώ αντιμετώπιζαν ειρωνικά και περιφρονητικά τις χορευτικές εκδηλώσεις των ξένων που έρχονταν στο χωριό. Συχνές δε ήταν οι συγκρούσεις με τους ομόφυλούς τους Μικρασιάτες, οι οποίοι σαν πιο εύποροι μονοπωλούσαν το χορό με τα μπαξίσια τους.

Το μουσικοχορευτικό τοπίο στην Αγιάσο αλλάζει σταδιακά μετά το Β΄ παγκόσμιο πόλεμο και ιδιαίτερα από τις αρχές της δεκαετίας του ’50. Οι μεγάλες οικονομικοκοινωνικές αλλαγές, ο ξενιτεμός, τα νέα ήθη, αλλά και η εισβολή του γραμμόφωνου και του ραδιόφωνου αλλοιώνουν την παράδοση.

Σήμερα, οι Αγιασώτες χορεύουν ακόμα παλιούς σκοπούς και χορούς, αλλά πολλά νέα στοιχεία έχουν υπεισέλθει (ακορντεόν, μπουζούκι, συνθεσάιζερ). Οι ευκαιρίες για χορό έχουν περιοριστεί, κυρίως στα θρησκευτικά πανηγύρια και στις εκδηλώσεις διαφόρων συλλόγων. Ο χορός δεν αποτελεί πια καθημερινή πρακτική.

Το Αναγνωστήριο μεταλαμπαδεύει τη μουσικοχορευτική μας παράδοση

Απ’ τη δεκαετία του ’30 το Αναγνωστήριο της Αγιάσου έδειχνε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τη μουσική, ενόργανη  και φωνητική. Το 1936 καθιέρωσε να διδάσκονται μαθήματα ευρωπαϊκής μουσικής. Το 1954 καταρτίστηκε μαντολινάτα.

Στη μουσική αρχειοθήκη του Αναγνωστηρίου υπάρχουν καταγραμμένες (από τη δεκαετία του 1950) ηχογρα­φήσεις διακοσίων περίπου μουσικών κομματιών, που χαρακτηρίζουν και αποτελούν ολόκληρη τη μουσική παράδοση της Αιολίδας. Ένα μικρό μέρος του σπάνιου αυτού υλικού ηχογράφησε το 1974 ο ερευνητής μουσικολόγος Σίμων Καράς.

Παλιότερα λειτούργησε χορωδία παραδοσιακών τραγουδιών, παιδιών και ενηλίκων. Στον τομέα αυτόν εργάστηκαν προπολεμικά με θετικά αποτελέσματα οι Ριζαρείτες Χριστόφας Χατζηπαναγιώτης, δάσκαλος, και Στρατής Χατζηαποστόλου, θεολόγος καθηγητής. Αργότερα με την πρωτοβουλία του Πάνου Πράτσου οργανώθηκε Παιδική Χορωδία που έκανε πολλές εμφανίσεις τραγουδώντας παραδοσιακά τραγούδια της Αγιάσου και της Μικρασίας. Επίσης σημαντική δράση είχε η Βυζαντινή και Παραδοσιακή Χορωδία που λειτούργησε με τη διδασκαλία του Βαγγέλη Λιάκατου, φιλόλογου.

Η παραδοσιακή κομπανία του Αναγνωστηρίου, με μικρασιατικό και ρεμπέτικο ρεπερτόριο, δημιουργήθηκε το καλοκαίρι του 1996 από ερασιτέχνες μουσικούς με την επιμέλεια και καθοδήγηση του αείμνηστου δασκάλου της Χαρίλαου Ρόδανου. Δίνει αρκετές συναυλίες το χρόνο σε ολόκληρη τη Λέσβο και εκτός αυτής. Χάρη στο ζήλο και στο μεράκι του Χαρίλαου, συγκροτήθηκε και παιδικό μουσικό τμήμα.

Τα τελευταία χρόνια η προσπάθεια αυτή συστηματοποιήθηκε με τη δημιουργία μουσικών τμημάτων όλων των ηλικιών, που διδάσκονται παραδοσιακή αλλά και κλασική μουσική από τους Παναγιώτη Πρ. Σουσαμλή (θεωρία, πνευστά, κρουστά), Κώστα Ζαφειρίου (σαντούρι, μπουζούκι), Μάκη Ψαραδέλη (κιθάρα) και γίνονται οι σκυταλοδρόμοι της παράδοσης. Ξακουστά είναι τα Σαντούρια του Αναγνωστηρίου που δίνουν κάθε χρόνο δεκάδες συναυλιών. Το 2013 εκδόθηκε και μουσικό CD με παραδοσιακούς σκοπούς της Λέσβου και της Μκρασίας.

Λειτουργεί ακόμα πολυπληθές χορευτικό τμήμα (παιδιών - εφήβων - ενηλίκων) με χοροδιδάσκαλο το Μεσοτοπίτη Ευθύμη Σαραντίδη και με ιδιαίτερη βαρύτητα στα παραδοσιακά.

Τα μουσικοχορευτικά τμήματα του Αναγνωστηρίου συνεχίζουν να δίνουν πολλές συναυλίες και παραστάσεις όχι μόνο στην Αγιάσο, στη Μυτιλήνη και στα περισσότερα χωριά της Λέσβου, αλλά και σε πολλά μέρη της Ελλάδας και στο εξωτερικό, ταξιδεύοντας έτσι την πλούσια μουσικοχορευτική μας παράδοση έξω από τα στενά γεωγραφικά όρια του τόπου μας.