Κεραμική

Κεραμική

Η κεραμική τέχνη στην περιοχή της Αγιάσου είναι τόσο παλιά όσο και η ίδια η κωμόπολη. Με τη μεταφορά της εικόνας της Παναγίας και των άλλων κειμηλίων και τη δημιουργία του μοναστηριού, η Αγιάσος έγινε τόπος προσκυνήματος, με αποτέλεσμα τη συρροή πλήθους πιστών, ιδιαίτερα κατά τους χρόνους της Τουρκοκρατίας. Για τους λόγους αυτούς, δημιουργείται η ανάγκη μιας αυξημένης παραγωγής πήλινων αντικειμένων, για να καλύψει τις διάφορες ανάγκες του πλήθους των ευσεβών, όπως κουμάρια για το νερό, πινάκια κλπ. Ακόμα, αρχίζουν να κατασκευάζουν ένα καινούργιο είδος, ένα μικρό δοχείο σε σχήμα στάμνας που το χρησιμοποιούσαν οι προσκυνητές για να μεταφέρουν τον αγιασμό στο σπίτι τους, όπως και διάφορα μικρά διακοσμητικά αντικείμενα από πηλό. Το πρώτο αγγειοπλαστείο χτίζεται στο μοναστήρι του Αγάθωνα. Ο ίδιος ήταν γνώστης της κεραμικής τέχνης πριν έρθει εδώ. Μαζί με τους καλόγερους κατασκευάζουν τα πρώτα αγγεία (τον 8ο - 9ο αιώνα).

Τα αγγεία των μοναχών ήταν κυρίως τα υδροδοχεία, οι στάμνες και τα πιθάρια. Αργότερα και μέσα στο βυζαντινό παρελθόν, νέες κεραμικές μορφές βγήκαν από τα μετέπειτα εργαστήρια που γέμισε ο τόπος: το μετρίδι, η κακάβη, το κουτρούβι, το τσιροκούμαρο, τα λαγήνια. Τα λαγήνια ήταν δοχεία μεταφοράς χρήσιμα για πολλούς σκοπούς. Μ’ αυτά έσβηναν τις πυρκαγιές και αντικαθιστούσαν τους γκαζοντενεκέδες μαζί με τα κουμάρια.

Δύο νέα μουσικά κεραμικά προστέθηκαν: Το πρώτο υπήρχε και είναι το ντουμπελέκι (είδος μικρού νταουλιού, που το δέρμα εφαρμόζεται πάνω στο σώμα ενός πήλινου αγγείου). Το χρησιμοποιούσαν στα κάλαντα και στα πανηγύρια. Το δεύτερο ήταν η πήλινη φλογέρα. Το έφεραν οι διωγμένοι από την Πενθίλη το 1864, όταν μετοίκησαν κοντά στο μοναστήρι της «Αγίας Σιών». Το γιουβέτσι και το κροντήρι ήταν ευχάριστα πήλινα αγγεία για τους καλοφαγάδες. Το ένα έδινε νοστιμιά στα ψητά και το άλλο ήταν κρασοκανάτα.

Το 1864 δημιουργείται πιθανόν το συντεχνιακό ταμείο. Αυτό αποδεικνύεται από έναν κουμπαρά που βρισκόταν στην κατοχή του Νίκου Κουρτζή, στον οποίο έριχναν χρήματα για τις ανάγκες του σιναφιού. Οι δυο μεγάλες πλευρές του είναι εικονογραφημένες. Στη μία εικονίζεται ο προστάτης των κεραμοποιών, ο Άγιος Χαράλαμπος. Στην άλλη είναι γραμμένη η φράση «δαπάνη του ισναφιού των τσουκαλάδων εν έτει 1864».

Στα τελευταία χρόνια της Τουρκοκρατίας (1900-1912) ο Ηλίας Κουρτζής εγκαταλείπει την οικιακή κεραμική για να περάσει στη διακοσμητική, αντιγράφοντας κλασικά πρότυπα.

Το 1922 έρχεται στην Αγιάσο, από τη Βήγα του Τσανάκ-Καλέ, ο Αναστάσης Χατζηγιάννης. Κεραμίστας ήδη έμπειρος, αφού είχε μαθητεύσει στο εργαστήρι κεραμικής που είχε ο πατέρας του Συμεών και ο παππούς του. Το μπόλιασμα του ντόπιου δυναμικού της Αγιάσου με κεραμίστες από το Τσανάκ-Καλέ, ιδιαίτερα μετά την καταστροφή του 1922, θα συμβάλλει στην καθιέρωση νέων συσκευών και διακοσμητικών τρόπων που συνηθίζονταν στο μεγάλο μικρασιατικό κέντρο κεραμικής των Δαρδανελλίων.

Όταν οι κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες άλλαξαν και τα χρηστικά κεραμικά έπαψαν να είναι απαραίτητα στη ζωή των ανθρώπων, κυρίως από τη δεκαετία του 1960 και μετά, αρκετά ήταν τα εργαστήρια που έκλεισαν. Αρκετά ήταν, όμως, και τα εργαστήρια που προσαρμόστηκαν στις νέες συνθήκες. Στην Αγιάσο, στο Βόλο, στο Μαρούσι και αλλού, οι αγγειοπλάστες επικέντρωσαν την προσοχή τους σε αντικείμενα διακοσμητικού χαρακτήρα, τουριστικά ενθυμήματα, γλάστρες και άλλα τέτοια. Πήλινα ομοιώματα ζώων, πουλιών, φρούτων, μικρές ολόγλυφες παραστάσεις μικρής καθημερινής «λαϊκής» ζωής (ψαράδες, βαρκάρηδες, γεωργοί), πιάτα διακοσμημένα με ανάλογες παραστάσεις και προορισμένα όχι για το τραπέζι αλλά για τον τοίχο, κεραμικά με μαυρισμένη επιφάνεια, αγγεία που μιμούνταν φόρμες και μοτίβα της αρχαιότητας...