Καστανιώνας

Ο καστανιώνας της Αγιάσου

Η καλλιέργεια της καστανιάς

Τα δεδομένα της παλαιοντολογίας πιστοποιούν ότι το δένδρο της καστανιάς υπήρχε από την τριτογενή περίοδο στην Ευρώπη. Δηλαδή πριν από 65 – 70 εκατομμύρια χρόνια. Τότε οι θερμοκρασίες ήταν ευνοϊκές, γι’ αυτό και το δένδρο είχε εξαπλωθεί προς το βορά. Αυτό επιβεβαιώνεται από τα ίχνη φύλλων και καρπών καστανιάς, που βρέθηκαν σε απολιθώματα της τριτογενούς περιόδου στη Γροιλανδία, την Αλάσκα, και τις χώρες της Σκανδιναβικής χερσονήσου. Την ίδια περίπου περίοδο απολιθώματα καστανιά βρέθηκαν στο σημερινό Καναδά, Ιαπωνία, Γάλλια, Ιταλία, στην πρώην Γιουγκοσλαβία, Αυστρία και Ουγγαρία.

Με την πάροδο των χρόνων και την αλλαγή των κλιματολογικών συνθηκών η ύπαρξη της καστανιάς περιορίζεται στη Ευρώπη από την Ισπανία και την Πορτογαλία μέχρι τον Καύκασο και περιλαμβάνει όλες τις χώρες που βρέχονται από τη Μεσόγειο Θάλασσα.

Σήμερα οι κυριότερες χώρες παραγωγής κάστανου στην Ευρώπη είναι η Ιταλία, η Γαλλία, η Ισπανία, η Πορτογαλία και η Ελλάδα.

Τα τελευταία χρόνια δυστυχώς λόγω εγκατάλειψης ή παύσης της συστηματικής καλλιέργειάς τους η παραγωγή έχει μειωθεί σημαντικά. Αν και τα παραγόμενα κάστανα της Αγιάσου είναι εξ ολοκλήρου βιολογικά – οικολογικά, επειδή η καλλιέργειά τους χρόνια τώρα γίνεται με τρόπο αρχέγονο και εν πολλοίς ευκαιριακό, οι ασθένειες της καστανιάς, η χαμηλή τιμή του προϊόντος, η μη ύπαρξη αντισταθμιστικών οικονομικών παροχών οδηγούν σε συνεχή μείωση του συνολικού παραγόμενου προϊόντος.

Βασικές ασθένειες του Αγιασώτικου Καστανιώνα είναι η μελάνωση, το έλκος, ο ιξός, η καρπόκαψα, το ρόδινο και το κόκκινο σκουλήκι που προσβάλλουν τους καρπούς, η μαύρη αφίδα που προκαλεί ζημιές στα νεαρά φύλλα και τους τρυφερούς βλαστούς, καθώς και τα ξυλοφάγα έντομα που υποβαθμίζουν την ξυλεία της καστανιάς.

Εξάλλου η παραγωγή του προϊόντος καθώς και η ποιότητά του εξαρτάται από τις κλιματολογικές συνθήκες και κύρια τις πρώιμες βροχές που τα τελευταία χρόνια είναι πλέον σπάνιες έως ανύπαρκτες.

Μεγάλη αξία έχει και η ξυλεία που παράγεται από την καστανιά. Χρόνια τώρα το προϊόν αυτό έντυνε τα σπίτια του νησιού με κουφώματα, έπιπλα, πετσώματα σκεπών και σαχνισίνια (ξύλινες προεξοχές σπιτιών).

Δυστυχώς η ανθεκτικότητα και η τιμή οδήγησε σε εισαγόμενη πλέον ξυλεία.

Για την καλλιέργεια διακοσμητικών φυτών, διαπιστώνεται ότι το καστανόχωμα, το αχινόχωμα και το φυλλόχωμα είναι ιδανικά.

Το μέλι της καστανιάς έχει έντονο χαρακτηριστικό άρωμα και γεύση που ελάχιστα πικρίζει. Κρυσταλλώνει αργά σε ένα έως δύο χρόνια. Έχει υψηλή βακτηριοστατική δράση και αντέχει περισσότερο στη θέρμανση και στο χρόνο διατήρησης από τα άλλα μέλια. Το μέλι καστανιάς επιταχύνει την κυκλοφορία του αίματος και ασκεί στυπτική ενέργεια σε περιπτώσεις δυσεντερίας.

Περισσότερο απ’ όλα, τα αντισταθμιστικά οφέλη προβάλλουν ως αναγκαιότητα για τη συνέχεια της παραγωγής αυτού του προϊόντος.

Ο καστανιώνας της Αγιάσου

Ανυπέρβλητο φυσικό στολίδι του ορεινού όγκου του Ολύμπου και κυρίαρχη φυτοκοινωνία του είναι ένα μη αυτοφυές δάσος καστανιάς έκτασης 11.000 στρεμμάτων, που αποτελεί οικότοπο με περιορισμένη εξάπλωση στο Αιγαίο και ενδιαίτημα σημαντικών γαιοφύτων. Ο γνωστός σε όλους μας και πολυαγαπημένος καστανιώνας εξασφάλιζε για αιώνες ένα σημαντικό εισόδημα στους κατοίκους της Αγιάσου.

Σύμφωνα με τον Στρατή Π. Κολαξιζέλη, την περίοδο της Ρωμαϊκής κατοχής της Λέσβου (88 π.Χ. – 395 μ.Χ.) ένας από τους άρχοντες της «χώρας της Πενθίλης» έφερε από τη Μικρά Ασία και φύτεψε στην περιοχή μας τις πρώτες καστανιές. Μετά τον τρομερό παγετό που έπληξε τον ελαιώνα και έμεινε στην ιστορία ως «η καμάδα των ελιών» (11-1-1850), οι πρόγονοί μας συνειδητοποίησαν ότι δεν πρέπει να περιορίζονται μόνο στην καλλιέργεια της ελιάς, αλλά να δημιουργήσουν και άλλες πηγές βιοπορισμού. Για το λόγο αυτό, στράφηκαν στον καστανιώνα. Καθάρισαν τα σωθήρια από τα άγρια φυτά, «ημέρεψαν» με τον εμβολιασμό τα οπωροφόρα δένδρα και μετέτρεψαν τις όχθες των ρυακιών σε εύφορα περιβόλια, όπου καλλιέργησαν και τις πρώτες πατάτες. Ύστερα από τη μεγάλη πυρκαγιά του 1877 (το «γιανγκίνι» της 14-15/8/1877), οι αγριοκαστανιές, που βλάστησαν πάνω στους κορμούς των παλιών, εξημερώθηκαν με εμβόλια από ήμερες καστανιές και η παραγωγή τους στο τέλος της τουρκοκρατίας έφτασε τις τριακόσιες χιλιάδες οκάδες! Στη διάρκεια της κατοχής το κάστανο ήταν το προϊόν που έσωσε χιλιάδες ζωές από τη θανατηφόρα πείνα που ενέσκυψε. Κι επειδή οι Αγιασώτες με την έντονη θυμοσοφική τους διάθεση πάντα διακωμωδούν τόσο τις χαρές όσο και τα βάσανα της ζωής τους, έλεγαν τότε το παρακάτω τετράστιχο :

Τα κάστανα τιλειώσανι, δείτι να σουδιαστείτι

να τρώτι καστανόπταρα, μη τυχόν τσι πρηστείτι !

(Το … πρήξιμο παραπέμπει στον τυμπανισμό λόγω της πείνας, φαινόμενο δυστυχώς πολύ συνηθισμένο το χειμώνα του 1941 – 1942.)

Εδώ και αρκετά χρόνια, όμως, ελάχιστοι είναι πια αυτοί που διασχίζουν τα υπέροχα λιθόστρωτα μονοπάτια του καστανιώνα για να απομυζήσουν τη στερεμένη ικμάδα του. Αιτία, αφενός οι γενικότερες κοινωνικο-οικονομικές αλλαγές που οδήγησαν στην ερήμωση της αγροτικής υπαίθρου και αφετέρου οι αρρώστιες που τον έχουν προσβάλει με αποτέλεσμα να μειωθεί η παραγωγή του. Παρόλα αυτά, το Αγιασώτικο κάστανο είναι ένα περιζήτητο ντόπιο προϊόν, που χαίρει ακόμα της εκτίμησης του καταναλωτικού κοινού.

Η ορεινή περιοχή του Ολύμπου Λέσβου συγκεντρώνει σημαντικά οικολογικά χαρακτηριστικά. Μια μεγάλη ποικιλία οικοτόπων και ζωντανών οργανισμών συναντάται σε μια σχετικά μικρή έκταση.

Πολλά είδη της πανίδας και της χλωρίδας του προστατεύονται τόσο από την Ελληνική όσο και από την Κοινοτική Νομοθεσία. Υπάρχουν 12 είδη ορχιδέας, ευαίσθητα, προστατευόμενα από τη Συνθήκη CITES, σπάνια όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και στην Ευρώπη.

Σήμερα πολλοί ντόπιοι και κυρίως ξένοι τουρίστες επισκέπτονται την Αγιάσο, για να θαυμάσουν και να μελετήσουν τον ανυπέρβλητο αυτό πλούτο των δασών του Ολύμπου, που αποτελούν χωρίς υπερβολή ένα βοτανικό παράδεισο. Η ανάπτυξη του οικολογικού και φυσιολατρικού τουρισμού προβάλλει σαν αναγκαιότητα, αφού μπορεί να αποτελέσει σημαντική πηγή πλούτου. Παράλληλα, πρέπει να γίνει επιστημονική παρέμβαση για την αντιμετώπιση των ασθενειών του καστανιώνα που περιορίζουν την παραγωγική του ικανότητα. Και τέλος, να βρεθούν τρόποι αποδοτικής αξιοποίησης των πολλών και εκλεκτών προϊόντων του, αλλά και μορφές επιχειρηματικής εκμετάλλευσης στηριγμένες είτε σε ατομική, είτε ακόμα καλύτερα σε συνεταιριστική βάση.