Αξιοθέατα

Ο Νέος Ξενώνας της εκκλησίας της Παναγίας

Ο ΝΕΟΣ ΞΕΝΩΝ 

(Ένα σύντομο ιστορικό της ανέγερσης του κτιρίου, όπως προκύπτει από τις αποφάσεις των Εκκλησιαστικών Συμβουλίων)

Ο Νέος Ξενώνας είναι ένα μεγάλο και παράξενο κτίριο που δεσπόζει στο κέντρο περίπου της κωμόπολης της Αγιάσου. Είναι εντελώς διαφορετικό από τα υπόλοιπα κτίσματα του οικισμού και το μοναδικό μέσα στο χωριό που αντί για κεραμοσκεπή έχει μια μεγάλη ταράτσα.

Αποτελεί περιουσιακό στοιχείο της Εκκλησίας της Αγιάσου και το διαχειρίζεται η εκάστοτε Διοικούσα Επιτροπή της.

Η πρώτη ιδέα για την ανέγερσή του τίθεται για πρώτη φορά στις 19 Φεβρουαρίου 1926, από τον τότε μητροπολίτη Μυτιλήνης Ιάκωβο τον Α΄, τον από Δυρραχίου.

Είναι συνέπεια της μεγάλης ανάγκης που υπήρχε για τη στέγαση των πολυάριθμων προσκυνητών που προσέρχονταν στην Αγιάσο, ιδιαίτερα κατά το Δεκαπενταύγουστο.

Η πρόταση αυτή, όπως ήταν φυσικό, έγινε αμέσως αποδεκτή από τα υπόλοιπα μέλη του τότε εκκλησιαστικού συμβουλίου τα οποία αποφάσισαν ομόφωνα «πάντα τα διαθέσιμα του Ναού χρήματα να διατεθώσι δια τον ως άνω σκοπόν.»

Για διάφορους λόγους η απόφαση αυτή δεν υλοποιήθηκε. Το οικόπεδο που είχε επιλεγεί ήταν κοινοτικό, ο αρμόδιος νομομηχανικός το χαρακτήρισε ως ακατάλληλο και το τότε κοινοτικό συμβούλιο δεν ενέκρινε την παραχώρησή του στην Εκκλησία.

Η ανάγκη όμως για τη στέγαση των πολυπληθών προσκυνητών φαίνεται ότι ήταν πολύ μεγάλη. Γιατί αμέσως μετά τις πανηγυρικές εκδηλώσεις της ίδιας χρονίας, στις 24 Αυγούστου 1926, το εκκλησιαστικό συμβούλιο, πάλι με πρόταση του ίδιου του μητροπολίτη, επανέρχεται στην ιδέα της ανέγερσης νέου ξενώνα, σε άλλο οικόπεδο αυτή τη φορά. Και το οικόπεδο όμως αυτό είχε τα δικά του προβλήματα. Πρέπει να ήταν εκκλησιαστικό και επί Τουρκοκρατίας λειτουργούσε σε κάποιο κτίσμα του το «Παρθεναγωγείο» της κωμόπολης. Αργότερα το σχολείο μεταφέρεται σε άλλο κτίριο και το οικόπεδο μάλλον παραχωρείται στη νεοσύστατη ελληνική κοινότητα της Αγιάσου, η οποία έπρεπε τώρα να το ξαναδώσει στην Εκκλησία.

Το κοινοτικό συμβούλιο αυτή τη φορά αντιμετωπίζει θετικά το αίτημα της Εκκλησίας για τη δωρεά του οικοπέδου. Γίνονται οι σχετικές ενέργειες και στις 4 Ιανουαρίου 1927 από το Υπουργείο Εσωτερικών κοινοποιήθηκε η έγκριση της δωρεάς, που δημοσιεύτηκε μάλιστα στο με αριθμό 396 ΦΕΚ της 6ης Νοεμβρίου 1926. Τότε το εκκλησιαστικό συμβούλιο με την 1/Γ/4-1-1927 απόφασή του εγκρίνει «όπως η ανέγερσις του νέου ξενώνα αρχίσει αμέσως μετά τας εορτάς του Πάσχα  ε.ε. και γίνει δι’ ημερομισθίων και διά  λογαριασμόν του εκκλησιαστικού συμβουλίου, δικαιούμενον όπως διορίσει ιδιαιτέραν επιτροπήν.»

Οι εργασίες όμως για την ανέγερση του νέου ξενώνα δεν άρχισαν αμέσως. Χρειάσθηκε να ξεπεραστούν και κάποιες άλλες δυσκολίες ως προς την κυριότητα του οικοπέδου και να πληρωθούν κάποια σημαντικά για την εποχή ποσά ως αποζημιώσεις, ιδιαίτερα προς τη Διοικούσα Επιτροπή του Ταμείου Εκπαιδευτικής Προνοίας Αγιάσου η οποία διεκδικούσε την κυριότητα του οικοπέδου, προφανώς λόγω του προϋπάρξαντος «Παρθεναγωγείου».

Κι έτσι φθάνουμε στο Μάρτιο του 1928. Το εκκλησιαστικό συμβούλιο με την 9/4-3-1928 απόφασή του «διορίζει ως επιστάτην της όλης εργασίας τον εκ του εκκλ. συμβουλίου αξιότιμον κ. Ευστρ. Κύπριον και ως εργοδηγόν του σχεδίου του ρηθέντος νέου ξενώνος τον κ. Βασ. Χατζηεμμανουήλ, ενώ η διαχείριση της εργασίας και η πληρωμή των εργατών και διαφόρων εξόδων θα γίνεται δι’ ιδιαιτέρων καταστάσεων, επί αποδόσει λογ/σμού εις την Ι. Μητρόπολιν».

Ύστερα από καθυστέρηση ενός χρόνου, οι εργασίες της ανέγερσης του κτιρίου πρέπει να άρχισαν εντατικά, με απασχόληση πλήθους εργατών. Γιατί με την 13/Α/6-5-1928 απόφασή του το εκκλησιαστικό συμβούλιο κάνει λόγο για «εξάντληση του εις μετρητά περισσεύματος» και αποφασίζει όπως «πάντα τα εις χρυσόν, δολάρια και φλωρία, νομίσματα, καθώς και τα κοσμήματα του ιερού ναού, τα μη χρησιμεύοντα, εξαργυρωθούν…»

Στη συνέχεια παίρνουν σειρά να εκποιηθούν και «πάσαι αι ομολογίαι των Α΄ και Β΄ Αναγκαστικών Δανείων που είχαν εκδοθεί το 1922 και 1926 αντίστοιχα...» Στην ίδια απόφαση (13/Γ/6-5-1928) το εκκλησιαστικό συμβούλιο προβληματίζεται για την κατασκευή των δαπέδων του κτιρίου. Προφανώς η όλη οικοδομή έχει προχωρήσει αρκετά, για να αποφασίσουν τελικά όπως «πάντα τα πατώματα του κτιζομένου ν. ξενώνα ως και η οροφή αυτού (ταράτσα) γίνουν εκ beton-arme.»

Με δεδομένο ότι μέχρι τότε όλες οι κατασκευές του χωριού γίνονταν με ξύλινα δάπεδα, η απόφαση να χρησιμοποιηθεί για πρώτη φορά το οπλισμένο σκυρόδεμα για το ν. ξενώνα, θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως πρωτοποριακή. Γι αυτό και αποφασίζεται στη συνέχεια να προσκληθεί ο ειδικός μηχανικός Ι. Αναστασόπουλος, εργολάβος δημοσίων έργων, ο οποίος την ίδια εποχή κατασκεύαζε το νοσοκομείο Μυτιλήνης, να αναλάβει την εκτέλεση της εργασίας. Έχει μάλιστα ιδιαίτερη σημασία η επόμενη απόφαση του εκκλησιαστικού συμβουλίου (14/16-5-1928) που υπό την προεδρία και πάλι του μητροπολίτη Μυτιλήνης, αναθέτει στον Ι. Αναστασόπουλο την εργολαβία «κατασκευής απάντων των εκ σιδηροπαγούς σκυροκονιάματος έργων του ν. ξενώνα» και περιγράφει με ιδιαίτερες χαρακτηριστικές λεπτομέρειες και τεχνικούς όρους την όλη σύμβαση.

Στη μέχρι τώρα πορεία για την ανέγερση του ν. ξενώνα από την έναρξη των εργασιών μέχρι και την ολοκλήρωση της οικοδομής και ενώ είχαν αναφερθεί τα ονόματα επιστατών, εργοδηγών, μηχανικού κλπ, δεν έχει αναφερθεί ποτέ καμιά πληροφορία για τον αρχιτέκτονα του έργου.

Εντελώς ξαφνικά όμως στο με αριθμ.33/31-12-1928 πρακτικό και με την επιβεβαίωση του μητροπολίτη Μυτιλήνης, γίνεται λόγος για τον καθορισμό της αμοιβής του αρχιτέκτονος και γνωστοποιείται το όνομά του. Όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά «Το εκκλ. συμβούλιον, λαβόν υπ’ όψιν τον διορισμόν του κ. Ασημ. Φούσκα, ως εν ιδιαιτέρω ψηφίσματι, ως αρχιτέκτονος της ανεγέρσεως του ν. ξενώνος του ιερού ναού ως και την προφορικήν συμφωνίαν μετ’ αυτού περί της αμοιβής του… εγκρίνει και ορίζει ως αμοιβήν το τρία τοις εκατόν επί του δαπανηθησομένου ποσού του κτιρίου, μέχρις αποπερατώσεως. Δια δε το σχέδιον δραχμάς δέκα χιλιάδας, εκ των οποίων τας πέντε χιλιάδας θα δωρίσει εις τον ιερόν ναόν, ως και τα έξοδα της ενταύθα ελεύσεώς του.»

Θα ήταν βέβαια εντελώς παράλογο να δεχθούμε ότι ένα κτίριο τόσο μεγάλο και τόσο διαφορετικό, που κόντευε σχεδόν να τελειώσει, είχε αρχίσει να κτίζεται χωρίς σχέδιο και χωρίς την παρουσία αρχιτέκτονα. Για άγνωστους όμως λόγους η βασική αυτή λεπτομέρεια δεν αναφέρεται από την αρχή.

Θα ήταν εξίσου πολύ φυσικό για ένα κτίριο τόσο μεγάλο, πολύπλοκο και φυσικά πολυδάπανο, ο προϋπολογισμός του να ξεφεύγει συχνά από τα μέτρα και τις οικονομικές δυνατότητες του εκάστοτε εκκλησιαστικού συμβουλίου. Έτσι το έργο περνάει διάφορες φάσεις, άλλοτε διακοπής των εργασιών λόγω ελλείψεως χρημάτων και άλλοτε επίσπευσης κάποιων άλλων «για να δοθεί εργασία εις τον εργατικόν κόσμον όστις πένεται», γεγονός που μας παραπέμπει στις δύσκολες κοινωνικοοικονομικές συνθήκες της εποχής, αλλά και στον ενθουσιασμό, στην ευαισθησία και στη συνείδηση του κοινωνικού ρόλου της Εκκλησίας, από τα μέλη του εκκλησιαστικού συμβουλίου, το οποίο δεν διστάζει να καταφύγει και σε δανεισμούς, από ιδιώτες ή τράπεζες για να αποπερατώσει το Ν. Ξενώνα.

Σε μια απόφαση του Ιουλίου 1929 (18/Β/23-6-1929) γίνεται για πρώτη φορά ένας συνοπτικός απολογισμός και αναφέρεται ότι μέχρι τότε είχαν δαπανηθεί, από την έναρξη των εργασιών, 1.270.000 δραχμές, ποσό που θα πρέπει να ήταν τεράστιο για την εποχή εκείνη.

Για την ολοκλήρωση όμως του έργου το εκκλ. συμβούλιο έχει ακόμα πολύ δρόμο.

Με διάφορες κατά καιρούς αποφάσεις του αποφασίζει την κατασκευή των θυρών και παραθύρων (6/26-5-1930), του κλιμακοστασίου «διά μωσαϊκών» (34/Α/4-12-1930), τη μόνωση της ταράτσας (43/11-3-1931), την προμήθεια υαλοπινάκων (27/Β/1-10-1932), τον ελαιοχρωματισμό θυρών και παραθύρων (4/Β/30-4-1933).

Το κτίριο πρέπει να είχε σχεδόν ολοκληρωθεί το 1934 και να λειτούργησε αμέσως σα ξενώνας, αφού στην 20/Β/28-7-1934 απόφαση βρίσκουμε το διορισμό φύλακα, για τους θερινούς μήνες. Σε μια ακόμα απόφαση (13/12-7-1935) εγκρίνεται η κατασκευή της ηλεκτρικής και υδραυλικής εγκατάστασης του κτιρίου. Αν σκεφτούμε ότι ο εξηλεκτρισμός της χώρας, γενικότερα, άρχισε μετά το 1960, διαπιστώνουμε ότι η Αγιάσος και στον τομέα αυτόν προηγείτο σημαντικά.

Σε όλο αυτό το χρονικό διάστημα, από το 1926 που ξεκίνησε η ιδέα της ανέγερσης του Ν. Ξενώνα, μέχρι και τη σχεδόν ολοκλήρωσή του το 1935, όλες οι αποφάσεις των εκάστοτε εκκλησιαστικών συμβουλίων ήταν ομόφωνες. Σε μια όμως, και τη μοναδική, απόφαση με αριθμό 29/28-11-1935, βρίσκουμε καταχωρημένη τη γνώμη ενός συμβούλου ο οποίος είναι αντίθετος «ως προς την μερικήν ή ολοκληρωτικήν αποπεράτωσιν του νέου ξενώνος». Χαρακτηρίζει ως κολοσσιαίον σφάλμα την ανέγερση του ξενοδοχειακού κτιρίου και εγωπαθή ενέργειαν της προκατόχου επιτροπείας, ήτις «εν τη απερισκεψία της ωκοδόμησε τον ν. ξενώνα προς μεγάλην βλάβην των πολιτών της Αγιάσου, ενώ ηδύνατο κάλλιστα να διαθέση το τεράστιον ποσόν των 1.600.000 δρχ. της μέχρι τούδε συντελεσθείσης εργασίας εις άλλα επωφελέστερα έργα…»

Φαίνεται όμως ότι το κτίριο δεν ήταν τυχερό να λειτουργήσει σα ξενώνας. Σχεδόν αμέσως μετά την ολοκλήρωσή του, εγκαταστάθηκε στον α΄ όροφο του κτιρίου το Αστυνομικό Τμήμα Αγιάσου, όπου και παραμένει μέχρι σήμερα, και στο β΄ όροφο στεγάστηκαν το Ειρηνοδικείο, το Αγρονομείο και το Δασαρχείο Αγιάσου, μέχρι που οι υπηρεσίες αυτές καταργήθηκαν στο Δήμο Αγιάσου.

Σήμερα (2009) στο ισόγειο του κτιρίου στεγάζει τη δραστηριότητά του ο Αγροτομεταποιητικός Συνεταιρισμός Γυναικών Αγιάσου, ενώ ο β΄ όροφος, μετά τη μεταστέγαση του Δημαρχείου Αγιάσου, που για αρκετά χρόνια λειτούργησε εκεί, σε ιδιόκτητο δημοτικό κτίριο, παραμένει κενός.

Με την υπ’ αριθμ. ΥΠΠΟ/ΔΙΛΑΠ/Γ/3322/54761/10.11.1999 απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού που δημοσιεύτηκε στο 2118/Β΄/6.12.1999 ΦΕΚ, το κτίριο του Νέου Ξενώνα χαρακτηρίστηκε ως ιστορικό διατηρητέο μνημείο και έργο τέχνης, γιατί αποτελεί αξιόλογο δείγμα εκλεκτικιστικής αρχιτεκτονικής, σημαντικό για το χώρο της Αγιάσου και γενικότερα για την ιστορία της αρχιτεκτονικής. Η κατάθεση του θεμέλιου λίθου έγινε το 1927 και η ανέγερσή του ολοκληρώθηκε το 1935.