Ήθη - Έθιμα - Πανηγύρια

Το πανηγύρι της Αγίας Τριάδας και το πέταγμα του φαναριού

Μεγάλο πανηγύρι γίνεται κάθε χρόνο το τριήμερο του Αγίου Πνεύματος στην Αγιάσο. Λαϊκά και παραδοσιακά μουσικά σχήματα του νησιού μας παίζουν μέχρι πρωίας στα καφενεία του Καμπουδιού και του Σταυριού. Την παραμονή, μετά την τέλεση του εσπερινού που τελείται στον Ιερό Ναό Αγίας Τριάδας, ακολουθεί το πέταγμα του φαναριού, που επαναλαμβάνεται το απόγευμα της ίδιας μέρας.

 

Το φανάρι της Αγιάς Τριάδας

Αγαπημένο θέαμα μικρών και μεγάλων το άναμμα των ουράνιων φαναριών έχει πλέον καθιερωθεί σε διάφορα μέρη του κόσμου και συνδέεται τόσο με γιορτές και τοπικές παραδόσεις, όσο και με πιο καθημερινούς εορτασμούς, όπως γάμοι ή γενέθλια.

Στην Αγιάσο το πέταγμα του φαναριού συνδέεται με τη γιορτή της Αγίας Τριάδας τη μέρα της Πεντηκοστής. Ο Ιερός Ναός της Αγίας Τριάδας βρίσκεται στην περιοχή “Καμπούδι” στην πάνω είσοδο της Αγιάσου. Είναι ο δεύτερος μεγάλος ναός του χωριού. Χτίστηκε το 1870 και είναι πιστό αντίγραφο της εκκλησίας της Παναγίας και των άλλων βασιλικών του 18ου αιώνα της Λέσβου. Γιορτάζει τη Δευτέρα του Αγίου Πνεύματος.

Ένα σπάνιο έθιμο αναβιώνει κάθε χρόνο στο πανηγύρι της Αγίας Τριάδας στην Αγιάσο. Το πέταγμα του φαναριού! Όπως αναφέρει στο βιβλίο του «Θρύλος και ιστορία της Αγιάσου της Νήσου Λέσβου» (σελ. 895) ο Στρατής Παν. Κολαξιζέλης, τα τελευταία χρόνια της Τουρκοκρατίας ο δημοδιδάσκαλος και ψάλτης Δημήτριος Χριστοφίδης κατασκεύασε την πρώτη μεγάλη χάρτινη σφαίρα, τη φούσκωσε με θερμό καπνό κρατώντας το κυκλικό στόμιό της πάνω από  καιόμενα άχυρα και στο μέσο του στομίου έδεσε σε σύρμα μικρό σφουγγάρι. Όταν είδε ότι η σφαίρα ανυψωνόταν, πότισε το σφουγγάρι με οινόπνευμα, το οποίο άναψε για να παράγεται νέος θερμός καπνός, σε αντικατάσταση του εξερχόμενου, και να διατηρείται η αιώρηση της σφαίρας περισσότερο. Την ανύψωσε δε στην αυλή της εκκλησίας της Αγίας Τριάδας κατά τη μέρα της γιορτής του Αγίου Πνεύματος προς μεγάλο ενθουσιασμό του πλήθους, που την ονόμασε «κλεφτοφάναρο» (το κλεφτοφάναρο του Χριστοφίδη).

Όμως το φανάρι αυτό ουσιαστικά δεν πέταξε ποτέ! Διότι χρησιμοποιούσε ως καύσιμη - καπνογόνα ύλη οινόπνευμα. Το οινόπνευμα όταν καίγεται είναι μεν θερμαντικό υλικό, αλλά δεν παράγει πυκνό καπνό, που είναι απαραίτητος για το φούσκωμα του φαναριού και το κράτημα του φουσκώματος του. Το φανάρι λοιπόν αυτό αναπηδούσε και σε μερικά μέτρα έπεφτε.

Το πρώτο φανάρι με τη μορφή και τεχνική που γνωρίζουμε σήμερα το πέταξε ο κεραμιστής Νίκος Κουρτζής αξιοποιώντας τις πολύτιμες υποδείξεις του πατέρα του Ηλία Κουρτζή, που ήταν φίλοι με τον Δημήτρη Χριστοφίδη και συμψάλτες στην Αγία Τριάδα. Ο Ηλίας Κουρτζής, που πειραματιζόταν με διάφορα υλικά – εξ ου και το προσωνύμιο  «χημικός» που του προσήψαν οι φίλοι του - χρησιμοποίησε ακάθαρτο πετρέλαιο, που καίγεται βραδύτερα από το οινόπνευμα και παράγει πυκνό καπνό. Αυτό έδωσε στο φανάρι πολύ περισσότερη ώθηση και παρέτεινε τη διάρκεια της πτήσης. Όμως προέκυψε κι ένα άλλο πρόβλημα: Όταν το φανάρι ανέβαινε σε μεγάλο ύψος, τα καυσαέρια που ήταν στο εσωτερικό του, λόγω του ότι η ατμόσφαιρα ψηλά ήταν αραιή, πίεζαν ισχυρά από μέσα τα χάρτινα τοιχώματα του φαναριού και συνήθως τα διερρήγνυαν. Το πρόβλημα το έλυσε ο Χαράλαμπος Πανταζής, ο οποίος τοποθέτησε στις άκρες των ειδικών χαρτιών που αποτελούσαν το φανάρι, σπάγκο, ο οποίος είχε την ιδιότητα να συνδέει ισχυρά τις κόλλες, που πριν τις κολλούσαν μεταξύ τους μόνο με αλευρόκολλα. Έτσι το φανάρι έγινε ασφαλέστερο και σταθερότερο. Κάποτε μάλιστα που υπήρχε άπνοια, σε ένα βράδυ Αναστάσεως, λένε ότι έφτασε ως τα παράλια της Μικράς Ασίας (1952-1953). Επικεφαλής της ομάδας του φαναριού ήταν οι αείμνηστοι Νίκος Κουρτζής, Χριστόφας Παραμυθέλης, Χαράλαμπος Πανταζής και Γρηγόρης Ταμβάκης.

Όμως το έθιμο δεν ήταν άμοιρο ατυχημάτων. Το έθιμο καταργήθηκε τα χρόνια της Χούντας, ως πράξη επικίνδυνη για τη δημόσια ασφάλεια. Είναι γεγονός ότι υπήρξε ένα περιστατικό δασώδους πυρκαγιάς μικρής έκτασης. Μιαν άλλη φορά, που είχε αέρα, έγειρε το φανάρι και πήρε φωτιά σχεδόν επάνω από τον Νίκο Κουρτζή, που πάντα ήταν από κάτω αφού το ζύγιαζε πριν να το αφήσει να φύγει και το πύρινο στεφάνι του φαναριού πήγε κατ' ευθείαν και κάθισε πάνω στο κεφάλι του. Ευτυχώς επενέβησαν έγκαιρα οι παριστάμενοι αστυνομικοί και έτσι γλύτωσε από ελαφρά εγκαύματα.

Μετά την Επταετία το έθιμο του πετάγματος του φαναριού στην προαναφερθείσα εκκλησία κατά τη μέρα της γιορτής της επαναλήφθηκε και έγινε παράδοση που συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Στα νεότερα χρόνια την κατασκευή και ανύψωση του φαναριού επιμελείται ο ξυλογλύπτης Προκόπης Τσομπανέλης.

(Οι αναρτημένες φωτογραφίες από παλιά και πρόσφατα πετάγματα του φαναριού είναι από το αρχείο των Ηλία Κουρτζή, Παναγιώτη Μ. Κουτσκουδή, Δημοσθένη Γ. Σκλεπάρη.)

 

Οι ρίζες του εθίμου 

Τα ουράνια φανάρια έχουν τις ρίζες τους στην παράδοση της Κίνας και χρονολογούνται από την περίοδο των Εμπόλεμων Βασιλείων, τον 3ο αιώνα π.Χ. Εφευρέτης τους θεωρείται ο στρατηγός Ζούγκε Λιανγκ, ο οποίος λέγεται ότι όταν είχε περικυκλωθεί από τα εχθρικά στρατεύματα, έβαλε ένα μήνυμα μέσα σε ένα ουράνιο φανάρι για να ζητήσει βοήθεια. Η αρχική τους χρήση λοιπόν ήταν στους πολέμους για σηματοδότηση και ονομάστηκαν κινέζικα φανάρια ή φανάρια Κονγκμίνγκ (kοngmíng dēng), όπως ήταν και το ψευδώνυμο του στρατηγού.

Στην πορεία άρχισαν να συνδέονται με εορτασμούς, φεστιβάλ και τοπικές παραδόσεις σε διάφορες περιοχές της Ασίας, ενώ το χαρακτηριστικό τους είναι ότι συνοδεύονται από ευχές. Στην Ταϊβάν υπάρχει ετήσιο φεστιβάλ φαναριών, όπου οι άνθρωποι γράφουν τις ευχές τους πάνω στα φαναράκια πριν τα αφήσουν στον ουρανό. Ιδιαίτερα δημοφιλή είναι και στην Ταϋλάνδη, όπου τα χρησιμοποιούν σε διάφορους εορτασμούς, αλλά και ως στοιχείο διακόσμησης. Για τους Ταϋλανδούς τα ουράνια φανάρια συμβολίζουν τα προβλήματα και τις ανησυχίες που φεύγουν μακριά και το «πέταγμά» τους στον ουρανό θεωρείται καλοτυχία.

Στην Ελλάδα, το έθιμο φαίνεται να έχει τις αρχές του κάπου τον 19ο αιώνα, όταν στο Λεωνίδιο Αρκαδίας ξεκίνησε η παράδοση να ελευθερώνονται ουράνια φανάρια πάνω από τη θάλασσα κάθε Πάσχα το βράδυ της Ανάστασης. Στο Βόλο τις παραμονές του νέου έτους χιλιάδες φανάρια υψώνονται στο ουρανό στέλνοντας την χριστουγεννιάτικη ευχή τους, συμβάλλοντας παράλληλα στην εκπλήρωση φιλανθρωπικών σκοπών. Στη Σκάλα Μαριών Θάσου πετάνε το φανάρι στη χριστουγεννιάτικη γιορτή των ευχών. Φανάρια πετάνε και σ’ άλλα μέρη της Ελλάδας, όχι όμως στη γιορτή της Αγίας Τριάδας.

Παρόλο που αποτελεί ένα μαγευτικό θέαμα και μια διαδικασία που απολαμβάνουν μικροί και μεγάλοι, η χρήση των ουράνιων φαναριών εγκυμονεί αρκετούς κινδύνους. Ένα τέτοιο φανάρι μπορεί όταν προσγειωθεί να είναι ακόμα αναμμένο και να δημιουργηθεί κίνδυνος πυρκαγιάς. Τα συρμάτινα απομεινάρια των φαναριών που σκορπίζονται εδώ κι εκεί αποτελούν κίνδυνο για τα ζώα, που μπορεί να τα καταπιούν, ενώ όταν ακόμα γυρίζουν στον αέρα θεωρούνται επικίνδυνα για τα αεροσκάφη. Γι’ αυτό σε διάφορες περιοχές του κόσμου έχει απαγορευτεί η χρήση των συγκεκριμένων φαναριών. Σε Αυστρία, Ισπανία, Βραζιλία, Αργεντινή, Χιλή, Κολομβία, Βιετνάμ και πόλεις της Γερμανίας και των ΗΠΑ απαγορεύεται βάση νόμου όχι μόνο η χρήση τους, αλλά σε πολλές από αυτές και η κατασκευή και η πώλησή τους.