Ήθη - Έθιμα - Πανηγύρια

Πασχαλινά Έθιμα

1. ΓΕΝΙΚΑ

Μετά τις απόκριες αρχίζει η Σαρακοστή, περίοδος της καθαριότητας και του εξαγνισμού. Το τελευταίο βράδυ πριν αρχίσει η Σαρακοστή έτρωγαν ένα αυγό, το οποίο πρώτα κυλούσαν πάνω στο σοφρά και έλεγαν: «Έτσι όπως κυλά τ’ αυγό, να κυλήσει και η μεγάλη Σαρακοστή».

Οι άνθρωποι παλαιότερα νήστευαν όλες τις ημέρες της σαρακοστής, πολλές φορές ακόμα κι από το λάδι. Οι μέρες αυτές ήταν μέρες καθαριότητας των σπιτιών. Το ρόλο του απορρυπαντικού έπαιζε η αλυσίδα (στάχτη διαλυμένη στο νερό), με την οποία έτριβαν όλα τα σκεύη του σπιτιού. Με τη στάχτη έπλεναν και τα σκούρα ρούχα, τα οποία στοίβαζαν με σειρά μέσα σε μια σκάφη, τα σκέπαζαν με ένα πανί και έριχναν πάνω στάχτη και στη συνέχεια νερό, έτσι ώστε η αλυσίδα να περάσει στα ρούχα και να τα καθαρίσει. Μέχρι τη Μεγάλη Εβδομάδα, κυρίως τη Μεγάλη Πέμπτη, όλες αυτές οι δουλειές  έπρεπε να έχουν τελειώσει.

 

2. ΜΕΓΑΛΗ ΠΕΜΠΤΗ

 

Ήταν και είναι ακόμα η μέρα για το βάψιμο των αυγών. Πρωί-πρωί οι κοπέλες πήγαιναν στο βουνό, όχι βέβαια μακριά από το σπίτι τους μιας και η ηθική το απαγόρευε, για να μαζέψουν λουλούδια, τα οποία χρησιμοποιούσαν, για να κάνουν σχέδια στα αυγά. Εκτός από τη βαφή, πολλές φορές για το βάψιμο χρησιμοποιούσαν φύλλα αμυγδαλιάς ή καρυδιάς ή έβραζαν τσουκνίδα, αν ήθελαν να τους δώσουν κίτρινο χρώμα.

Μεγάλη σημασία έδιναν στο αυγό της Πέμπτης. Ένα από τα αυγά που γεννιόταν τη Μ. Πέμπτη, αφού το έβαφαν, το έβαζαν μέσα στο σεντούκι για γούρι και καλή τύχη. Το αυγό έμενε εκεί μια ολόκληρη χρονιά μέχρι την επόμενη Μ. Πέμπτη.

Όπως προαναφέρθηκε, μέχρι τη μέρα αυτή έπρεπε να έχουν τελειώσει όλες οι δουλειές, γι’ αυτό έλεγαν: «Λανάρια, βούρτσα, κόπανε και Μεγάλη Πέμπτη» ή «Ίσα πέρα κόπανε και ξημερών’ Μεγάλη Πέμπτη». Τα λανάρια ήταν σιδερένια χτένια με τα οποία καθάριζαν το μαλλί, βούρτσα εννοούσαν τη βούρτσα με την οποία «χρίζανε», δηλαδή ασπρίζανε, και ο κόπανος είναι ένα χοντρό ξύλο με το οποίο κτυπούσαν τα χοντρά ρούχα (σκεπάσματα, χαλιά κ.λπ.), για να καθαρίσουν.

Η Μ. Πέμπτη ήταν η μέρα της Θείας Κοινωνίας. Παλαιότερα ήταν η μέρα που κοινωνούσαν οι ελεύθερες κοπέλες (Μεγάλη Τετάρτη τα μικρά παιδιά). Ήταν, επομένως, μια από τις σπάνιες ευκαιρίες που είχαν οι κοπέλες να βγουν από το σπίτι, γι’ αυτό και κύριο μέλημά τους ήταν να ετοιμάσουν τα ρουσικά τους. Φορούσαν τα καινούρια βρακιά τους και τα πουκάμισα με τα μακριά μανίκια και τις πλουμιστές δαντέλες, στολίζονταν με τα φλουριά τους και τα πιρσιάνια τους, είδος περιδέραιου, και πήγαιναν στην εκκλησία να τις δει και να τις θαυμάσει ο κόσμος.

Το βράδυ στα Δώδεκα Ευαγγέλια, οι γυναίκες, κάθε φορά που τέλειωνε ένα Ευαγγέλιο έφτιαχναν με κερί ένα σταυρό. Μάζευαν 12 σταυρούς και στους κολλούσαν στις γωνίες του σπιτιού για να ψοφήσουν οι ψύλλοι και οι κοριοί.

 

3. ΜΕΓΑΛΗ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ

 

Η μέρα αυτή, όπως σε όλη την Ελλάδα, είναι η ημέρα του επιταφίου, αλλά και η ημέρα που απαγορεύεται να κάνει κανείς οτιδήποτε.

Το στόλισμα του επιταφίου γινόταν τη Μ. Πέμπτη προς Μ. Παρασκευή, δηλαδή ξημερώματα Μ. Παρασκευής ο επιτάφιος ήταν έτοιμος. Στολιζόταν από τις γυναίκες και τις νεαρές κοπέλες του χωριού. Η προετοιμασία ξεκινούσε με τη συλλογή του κουκουρόβολου, σπόρος χόρτου που φυτρώνει στο βουνό και το τρώνε τα γαϊδούρια και τα άλογα. Συνέλεγαν το σπόρο από τα παχνιά των ζώων, τον έβαζαν σε πιάτο και το πιάτο το έβαζαν μέσα σε μπαούλο, αφού αφαιρούσαν κάποια ρούχα, για να υπάρχει απόσταση από το καπάκι του μπαούλου. Κάθε πρωί έβρεχαν τους σπόρους, οι οποίοι φύτρωναν, και το φυτό άρχιζε να μεγαλώνει. Όταν έφτανε το καπάκι, έγερνε και έπαιρνε κλίση. Αυτό μετά το έβαζαν στις άκρες του επιτάφιου και έτσι καθώς ήταν κίτρινο και μακρύ έμοιαζε με χρυσαφένια μαλλιά. Η προετοιμασία του ξεκινούσε από τις αρχές της Σαρακοστής, δηλαδή περίπου 40 μέρες πριν τη Μ. Παρασκευή. Αντί για κουκουρόβουλο μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν σπόρο φακής ή σιταριού.

Την ημέρα αυτή ετοιμαζόταν και κρεμόταν στην πλατεία της  Πάνω Αγοράς ο Βριγιός, ο Ιούδας. Έμενε κρεμασμένος μέχρι τη Δευτερανάσταση,  δηλαδή μέχρι την Κυριακή του Πάσχα. Το έθιμο αυτό υπήρχε μέχρι το τέλος της Τουρκοκρατίας, αλλά αργότερα, σύμφωνα με μαρτυρίες, μάλλον διακόπηκε για να επανεμφανισθεί εδώ και λίγα χρόνια. Σήμερα ο Βριγιός κρεμιέται στον περίβολο της εκκλησίας της Αγίας Τριάδος το πρωί της Κυριακής.

Πολλές γυναίκες τη μέρα αυτή έφτιαχναν ζερντέ και τον μοίραζαν έξω από την πόρτα τους  στον κόσμο που περνούσε μετά την λειτουργία της αποκαθήλωσης. Σήμερα υπάρχουν ακόμα λίγες μεγάλες γυναίκες που διατηρούν το έθιμο.

Μετά την αποκαθήλωση, νωρίς το απόγευμα, μαυροφορεμένες γυναίκες πήγαιναν στην εκκλησία, στέκονταν κοντά στο στολισμένο επιτάφιο και έψελναν το μοιρολόι της Παναγιάς. Ήταν σκοπός πένθιμος και πολύ θλιβερός. Άρχιζε η κορυφαία και επαναλάμβαναν οι άλλες δημιουργώντας μια ατμόσφαιρα τόσο πένθιμη σαν να επρόκειτο για την κηδεία κάποιου αγαπημένου προσώπου. Σήμερα δεν ακούγεται πλέον το μοιρολόι αυτό στην εκκλησία της Παναγίας, ενώ στην Αγία Τριάδα υπάρχουν ακόμη ελάχιστες γυναίκες που το ψέλνουν.

Μόλις τελείωνε ο επιτάφιος ή πολλές φορές πριν το τέλος, οι νιόπαντρες κοπέλες και οι μεγάλες γυναίκες ξεκινούσαν από το χωριό με τα πόδια και πήγαιναν σε όλα τα εκκλησάκια που υπήρχαν γύρω από το χωριό,  για να ανάψουν τα καντήλια. Πολλές φορές τριγυρνούσαν όλη τη νύχτα και επέστρεφαν στα σπίτια τους τα ξημερώματα του Σαββάτου. Οι ελεύθερες  κοπέλες απαγορευόταν να βγουν έξω, εκτός αν υπήρχε κάποιο εκκλησάκι κοντά στη γειτονιά τους, οπότε μπορούσαν να πάνε, αλλά πολύ νωρίς το πρωί της Παρασκευής.Το βράδυ της ίδιας μέρας ήταν η στιγμή της συνάντησης των δύο επιτάφιων. Ο επιτάφιος της Άγιας Τριάδoς, δια μέσου του κεντρικού δρόμου, συναντούσε αυτόν της Παναγίας στην κάτω αγορά. Στο τέλος της λειτουργίας βάσταζαν τους επιτάφιους και τους σήκωναν όσο πιο ψηλά μπορούσαν. Εδώ οι επιτάφιοι ανταγωνίζονταν, όχι μόνο στην ομορφιά αλλά και στο ποιος θα σηκωθεί πιο ψηλά, γι’ αυτό επιλέγονταν τα πιο ψηλά παλικάρια της ενορίας, για να τον σηκώσουν. Όταν επέστρεφαν οι επιτάφιοι στην ενορία  τους, τους σήκωναν έξω από την πόρτα της εκκλησίας, ώστε να περάσουν από κάτω οι πιστοί, κάτι που θεωρούνταν καλό για την υγεία.

4. ΤΟ ΜΟΙΡΟΛΟΙ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ

 

Η εβδομάδα των παθών του Χριστού έχει να προσφέρει πλούσιο λαογραφικό υλικό. Μέσα σ’ αυτό περιλαμβάνεται το μοιρολόι της Παναγιάς που τραγουδιέται από γυναίκες το βράδυ της Μεγάλης Πέμπτης (μετά τα 12 Ευαγγέλια) ή το πρωί της Μεγάλης Παρασκευής, την ώρα που στολίζεται ο επιτάφιος.

Το μοιρολόγι της Παναγιάς παρουσιάζει κοινά χαρακτηριστικά με ορισμένα βυζαντινά κείμενα όσο και με κείμενα της νεότερης λαϊκής παράδοσης. Το ύφος του εμφανίζει συγγένεια με τον Επιτάφιο θρήνο ή “Εγκώμια” που ψέλνονται το απόγευμα της Μεγάλης Παρασκευής στην ακολουθία του Επιταφίου, ενώ οι λεπτομέρειες της αφήγησης παραπέμπουν σε νεότερα δημοτικά τραγούδια.

Εκτός από τη δημώδη ποίηση, στη λόγια Βυζαντινή απαντάται η χριστιανική τραγωδία “Χριστός Πάσχων”, κείμενο το οποίο έχει απασχολήσει πολύ τους μελετητές. Αξίζει να αναφέρουμε ότι στο έργο αυτό, που αποτελείται από 2.600 στίχους οι 1.304 προέρχονται από γνωστές τραγωδίες (του Ευριπίδη, του Αισχύλου, του Λυκόφρονα). Ο συγγραφέας παραβάλλει την Παναγία με την Εκάβη, ενώ η Παναγία όταν θρηνεί χρησιμοποιεί τα λόγια της Μήδειας που θρηνεί για τα παιδιά της. Εκτός από τις επιδράσεις των κλασικών, το κείμενο αυτό έχει δεχτεί την επίδραση από το Κοντάκιο του Ρωμανού και τα Σταυροθεοτόκια. Στο Χριστό Πάσχοντα εμφανίζεται η έκκληση της Παναγίας στο Χριστό να φανερώσει τη θεϊκή του φύση, το θέμα της απόγνωσής της και της επιθυμίας της να αυτοκτονήσει, καθώς και το παράπονό της πως θα απομείνει ολομόναχη αν την εγκαταλείψει ο γιος της. Η απελπισία αυτή της Παναγίας παρουσιάζεται ως βασικό μοτίβο σε νεότερα δημοτικά τραγούδια, καθώς επίσης και το ζήτημα της κατάρας της Παναγίας, βασικό μοτίβο στο μοιρολόι της.

Ακολουθεί η παραλλαγή του μοιρολογιού της Παναγιάς, όπως τραγουδιόταν παλιά στην Αγιάσο και όπως τη διέσωσε από μνήμης ο παππούς μου Παναγιώτης Προκοπίου Κουτσκουδής (1885-1978), πηγή ακένωτη της λαογραφίας του τόπου μας. Η φωτογραφία που συνοδεύει το κείμενο απεικονίζει το περίφημο μαρμάρινο γλυπτό του Μιχαήλ Άγγελου «Πιετά» (ιταλικά: Pietà, σημαίνει Έλεος, ενώ η σύνθεση του έργου είναι γνωστή ως «Αποκαθήλωση» και φιλοτεχνήθηκε στα 1498-1499), που κοσμεί την είσοδο της βασιλικής του Αγίου Πέτρου στο Βατικανό της Ρώμης και το οποίο είχα την τύχη να το θαυμάσω από κοντά δυο φορές.

 

Καλό ’νι το Άγιος ο Θεός, καλό ’νι να το λέμι

όποιος το λέγει σώζεται κι όποιος τ’ ακού’ αγιάζει

και κείνος που τ’ αφουγκραστεί Παράδεισου θα λάβει.

Παράδεισου και λειτουργιά μες στ’ άγιου μουναστήρι.

Κάτω στα Γεροσόλυμα και στου Χριστού τον τάφο

η Παναγιά η Δέσποινα κάθητο μοναχή της.

την προσευχή της έκανε για τον μονογενή της.

Ακού’ βροντές, βλέπ’ αστραπές, γροικά σεισμούς μεγάλους

βγαίνει να δει στην πόρτα της, να δει στη γειτονιά της,

βλέπει τον ουρανό θολό και τ’ άστρα θολωμένα

και το φεγγάρι το λαμπρό στο αίμα βουτηγμένο.

Βλέπει το Γιάννη κι έρχεται κλιαμένος και δαρμένος,

κλιαμένος και βρεχάμενος και καταλυπημένος.

Κρατούσε και στο χέρι του μαντήλι ματωμένο,

Κρατούσε και στο άλλο του μαλλιά της κεφαλής του.

-Γιάννη μου, τ’ έχεις κι έρχεσαι κλιαμένος και δαρμένος

κλιαμένος και βρεχάμενος και παραπονεμένος;
Ο δάσκαλός σου σ’ έδειρε για το χαρτί σου χάσις;

-Στόμα δεν έχω να το πω, μιλιά να το μιλήσω

μηδέ καρδιά μου δε βαστά να σου το μολογήσω.

-Για κάν’ αχείλι πες μου το, γλώσσα και λάλησέ το,

σφίξε και την καρδούλα σου και ομολόγησέ το.

-Το δάσκαλό μου πήρανε γοι άνομοι γ’ Εβραίοι

οι άνομοι, οι παράνομοι, οι τρισκαταραμένοι.

Σαν κλέφτη τον επιάσανε και σα ληστή τον σύρναν

δα να ’κανε και φονικό και τον ετυραγνήσαν.

Σαν πεύκο τον εκόβανε, σαν δρυ τον πελεκούσαν

και τ’ αποπελεκούδια του στην κάμινο τα ρίχναν.

Και βγάζαν κόκκινο καπνό και πράσινες φωτίτσες.

Σαν τ’ άκουσε η Παναγιά έπεσε και λιγώθη,

σταμνί νερό τη βρέξανε, τρία κανάτια μόσχου,

τέσσερα με ροδόσταμο ώστε να συνεφέρει.

Σαν ήρτε και συνέφερε, τούτο το λόγο λέγει:

-Ας έρτει Μάρθα και Μαρία, τ’ Αγιού Γιαννιού η μάνα

και του Λαζάρου γ’ αδερφή, να φύγουνε αντάμα.

Όσ’ είσθε φίλοι, τρέξετε, όσ’ είστ’ εχθροί, χαρείτε,

όσ’ αγαπάτε το Χριστό, ελάτε να τον δείτε.

Τρέξανε από πίσω της χιλιάδες μιλιγιούνια

βγήκανε και μικρά παιδιά ’πό μέσα απ’ την κούνια

και πήραν στράτα το στρατί, δίπλα το μονοπάτι

και το στρατί τους έβγαλε μπρος στου Χαρτζά την πόρτα.

-Ώρα καλή σου, μάστορα, εσέ και την υγειά σου,

εσέ και τη γυναίκα σου κι όλη τη φαμελιά σου (ή το χαρέμι σου)

για πες μου, σε παρακαλώ, τι ’ν’ η δουλειά που φτιάχνεις;
-Τρία καρφιά παράγγειλαν γοι φίλοι μου γ’ Εβραίοι

μα γω για το χατίρι τους θε να τα κάνω πέντε.

Να μπουν τα δυο στα πόδια του, τ’ άλλα τα δυο στα χέρια

και τ’ άλλο το φαρμακερό να μπει μες στα τζιγέρια.

-Παρακαλώ σι, μάστορα, μην τύχει και τα κάνεις

κι αν θέλεις δίνω σ’ τα, φλουριά δεν τα λυπούμι

αν θέλεις και χρυσαφικά και κείνα θα τα βρούμι.

-Ό,τι κι αν τάξεις, Παναγιά, εγώ θε να τα κάνω

γιατί τα περιμένουνι στο Γολγοθά επάνω.

-Ατζίγκανι, κολόπανι, σκυλί, καταραμένε,

να λιέσι ’πί χουριό εις χουριό, κατάσταση μην κάνεις

μηδέ στην τραχηλίτσα σου πουκάμισο να βάνεις,

τ’ αμόνι σου να καίγεται και το σφυρί σ’ να λειώνει,

να σου γαβγίζουν τα σκυλιά κι εσύ να κοτσιγρώνεις.

Ποτές πα στο καμίνι σου αχλιά μην αποτάξεις,

ποτές μες στη σακούλα σου παράς να μη στεριώσει

κι εκεί πο ’χεις τη μόνια σου χόρτου να μη φυτρώσει.

Και πήραν στράτα το στρατί, στρατί το μονοπάτι

το μονοπάτι τς έβγαλι στου Βόσκοντα την πόρτα.

-Ώρα καλή σου, Βόσκοντα, εσέ και την υγειά σου

Μαζί και τη γυναίκα σου κι όλη τη φαμελιά σου.

Μην έτυχε να δεις εσύ του γιο μ’ του χαϊδεμένου

όπου τουν έχου μουναχό τσι μοσχαναθριμμένου;

-Βλέπεις εκείνο το βουνό, το μαυραχνιασμένου;

Εκεί απάνω έχουνε το γιο σου κρεμασμένο.

-Το ’να σου χίλια να γινεί, τα δυο χίλις χιλιάδις

ν’ αυξάνουν να πληθαίνονται σαν άμμος της θαλάσσης.

Σαν πέτρες να ’νι τα τυριά, σαν ποταμός το γάλα,

σα μυρμηγκιά να βγαίνουνε τα πρόβατα απ’ τη μάντρα.

-Αγείτι να παγαίνουμι προτού να τον σταυρώσουν

Πριν τον καρφώσουν με καρφιά και τόνε θανατώσουν.

Στο δρόμο που βαδίζανε είδαν ένα ζευγάρι.

-Καλώς τα κάνεις, μάστορα, και διάφορο να έχεις.

Μην είδες συ το γιόκα μου τον πολυαγαπημένου,

όπου τον έχω μοναχό και μοσχανιθριμμένου;

-Πάνω σ’ εκείνο το βουνό το μαυραχνιασμένου

εκεί απάνω έχουνε το γιο σου κρεμασμένο.

-Ζυγός σ’ να γίνει μάλαμα, τ’ αλέτρι σου ασήμι

και το σιτάρι που έσπειρες αδρύ μαργαριτάρι.

Και πήραν στράτα το στρατί, στρατί το μονοπάτι

και τώρα πλια εφθάσανε στου Γολγοθά την πόρτα.

Βρήκαν την πόρτα σφαλιστή και τα κλειδιά παρμένα,

βλέπουν και τα παράθυρα κι αυτά παραντωμένα.

Γονάτισε η Δέσποινα κι αυτά τα λόγια λέγει:

-Θε μου, κι αν είμαι χριστιανή και είμαι βαφτισμένη,

Θέλω η πόρτα του ληστού ν’ ανοίξει στηλωμένη.

Άνοιξ’ η πόρτα του ληστού και πόρτα του Πιλάτου

η πόρτα απ’ το φόβο της γύρισε άνω κάτω.

Βλέπει μια χάβρα από Βραιγιούς, βλέπει και ατσιγγάνους

Θωρεί δεξιά, θωρεί ζερβά, βλέπει τον Άϊ Γιάννη.

-Γιάννη μου, πού ‘ν’ ο γιόκας μου και σένα δάσκαλός σου;

-Το απορώ, ω Δέσποινα, να μη βλέπεις το γιο σου,

το γιο όπου εγέννησες, το πλάσμα το δικό σου.

Βλέπεις εκείνο το γυμνό, το νεκροσταυρωμένο;
Αυτό ’νι το παιδάκι σου το πολυαγαπημένο.

-Για δε, τον έχουνε γυμνό και αξελημανάρη

του βάλαν και στην κεφαλή ακάνθινο στεφάνι.

Πήραν τ’ αργυροστέφανο και του ’βαλαν αγκάθι

πήραν τ’ αργυζώναρο και του ’βαλαν βατάρι.

-Δεν είν’ κρημνός να κρημνισθώ, γιαλός να πέσου μέσα,

δεν έχου κουρουψάλιδου να κόψου τα μαλλιά μου;

Σταυρέ μου, για χαμήλωνε και κλίνε προς τα κάτω

Να κλαίγω και να σε φιλώ ώστα να σε χορτάσω.

-Πάψε, μητέρα μου, μην κλαίς και διάφορο δεν έχεις

για το Μεγάλο Σάββατο, τότε να μ’ απαντέχεις.

Όταν σημαίνουν γ’ ακκλησιές και ψάλλουν οι παπάδες,

τότε θα με δεχθείς κι εσύ με τις χρυσές λαμπάδες.

Βάλε κρασί στο μαστραπά κι αφράτο παξιμάδι

και κάνε μια παρηγοριά για τους νεκρούς στον Άδη.

Βάλε κρασί στο μαστραπά και πίτα στο πανέρι

και κάνε μια παρηγοριά ο κόσμος να την εύρει,

να κάμουν μάνες για παιδιά, παιδιά για τες μανάδες,

να κάμουν οι καλόπαντρες για τους καλούς τους άνδρες.

Πέρασι γη Αγιά Καλή κι αυτά τα λόγια λέγει:

-Ποιος είδε γιο πα στο Σταυρό και μάνα στο τραπέζι;

-Άιντε κι εσύ, Αγιά Καλή, σκύλα καταραμένη

καθημερνώς της θάλασσας το κύμα να σε δέρνει.

Παπάς να μη σε λειτουργά, ψάλτης να μη σε ψέλνει

ποτέ λιβάνι και κεριά κανείς να μη σου φέρνει.

Ποτέ να μη δοξάζεσαι, μηδέ να λειτουργιέσαι.

Σύρε να πας να κατοικείς σ’ ένα ερημονήσι,

χριστιανός να μην ερθεί για να σε προσκυνήσει.

Ως τρέμει η καρδούλα μου να τρέμει το γεφύρι

κι ως πέφτουν τα μαλλάκια μου να πέφτουν οι διαβάτες.

 

Παναγιώτης Μιχ. Κουτσκουδής

 

Παραθέτουμε και μια άλλη εκδοχή του μοιρολογιού της Παναγιάς, όπως καταγράφηκε στην εργασία των μαθητών της περιβαλλοντικής ομάδας του Γενικού Λυκείου Αγιάσου με θέμα «Ήθη, έθιμα και παραδόσεις στο φυσικό περιβάλλον της Αγιάσου» (Αγιάσος 2006. Συντονίστρια η καθηγήτρια κ. Δώρα Τσαλουχά).  

 

Τώρα είν’ Αγία Σαρακοστή, τώρα είνι άγις μέρις,

Που λειτουργούν γοι ακκλησές τσι ψάλλιν γοι παπάδις.

Ικί που κάν’ντου γη Μαριάμ μόνη τσι μοναχή της

Την προσιφχή της έκανι για του μουνουγινή της.

Ακού βρουντές τσι αστραπές, ακού μιγάλους κρότους

Βγαίνει στο παναθύρι της να δει τη γειτονιά της,

Βλέπει τον ουρανό θαμπό, τα άστρα βουρκωμένα

Το φιγγαράκι του λαμπρού στο αίμα βουτηγμένου.

Βαστά τα απί του του χέρι του μαντήλι ματουμένου,

Βαστά τσι απι του άλλου ντου μαλλιά απ’ την κεφαλή του.

«Τι έχεις ω Γιάννη μου τσι κλαις τσι βαριαναστενάζεις,

γιου δάσκαλους σου σ’έδειρι γη του χαρτι σου χάσις;».

«Δεν έχου στόμα να στου πω, μιλιά να στου μιλήσου

ούτ’ η καρδούλα μου βαστά να σου το μουλουγήσου »

«Για κανι στούμα πες του μου, μιλιά και μίλησέ μου

βάσταξι τη καρδούλα σου κι ομολόγησε του»

«Βλέπεις εκείνου του βουνό του μαυραραχνιασμένου;

Εκεί έχουνι το γιόκα σου αξάγκουνα διμένου».

Γη Παναγιά σαν τ’ άκουσι έπισι τσι λιγώθι.

Σταμνιά νιρο τη πιριχούν, για να τιν συνιφέρουν.

Κι άμα την συνεφέρανι αυτού του λόγου είπι:

«Πούνι γη Μάρθα του Κλουπά τσι τ’ Άη Γιάννη η μάννα

τσι του Λαζάρου γι αδιλφές γοι τέσσερις αντάμα,

να πάμι να τον εύρουμι πριν μας τουν εσταυρώσιν

πριν μας τουν βάλουν στου σταυρό τσι μας τον θανατώσιν ».

Παίρνουν την στράτα του στρατί, στρατί του μουνουπάτι,

Του μουνουπάτι τα έβγαλι μπρος σ’ ένα τσουμπανάκι

«Ώρα καλή σου ν ω κιαγιά», «Καλό στην Άγια Μάννα».

Μπάτσ’ είδιτι του γιόκα μουτσι του μουνουγινί μου;

«Εχθές τουν κυνηγούσανι γοι άνομοι Εβραίοι

γοι άνομοι τσι τα σκυλιά τα οι τσισκαταραμένοι

μεσ’ τα κατσίκια μ πήδηξε τσι κείνα τον εδείξαν»

«Που να χουν τη κατάρα μου τσι μι τσι του πιδιού μου

νάνι του γάλα τους νιρό τσι του τυρί ασβέστης

νάνι Θεού κατάρατις Θεού καταραμένις».

Παίρνιν τη στράτα του στρατί στρατί του μουνουπάτι,

Του μοονουπάτι τα’ έβγαλι μπρος σ’ ένα τσιγγανάκι.

«Ώρα καλή σου μάστουρα εσύ τσι τα πιδιά σου,

εσύ τσι γη γυναίκα σου τα όλη η φαμελιά σου».

«Μπατσ’ είδατι του γιόκα μου τσι του μουνουγενή μου;»

«Εχθές τουν τσινιγούσανι τ’ αντρειουπαλικάρια.

Καρφιά μου παραγγείλανε για να τουνε σταυρώσιν.

Μου παραγγείλαν τέσσιρα μα γω τα ποίκα πέντι,

Τα δυο στα δυο του γόνατα, τα δυο στα δυο του χέρια

Του τρίτου του φαρματσιρού μες τα καρατζιγιέρια,

Να τρέξει αίμα τσι νιρού να λιγουθεί η ψυχή του».

«Άντι τσι συ βρε ατσίγγανι πουτές αχλιά μην κάψις

πουτέ στου ψουμουσάνιδο σ’ ψωμί μην αποστάξεις

ούτι γιρό πουκάμισου στη ράχη σου μην βάλεις».

Παίρνουν τη στράτα του στρατή στρατη του μουνουπάτι

Του μουνουπάτι τσι έβγαλι μπρος των ληστών την πόρτα

Βλέπιν την πόρτα σφαλιστή τσι τα κλειδιά παρμένα

Τις τα ψηλά παράθυρα καλά μαντουλουμένα.

«Άνοιξι πόρτα τουν ληστών τσι πόρτα του Πιλάτου

τσι σεις παραθυράκια μου γυρίστι άνου κάντου».

Γη πόρτα απίτου φόβου της ανοίγει μουναχή της

Απί τη χάβρα την πουλλή τα απί τους αλμανάρους

Κανέναν δεν εγνώρισεν μόνου τουν Άη Γιάννη.

«Άγι μου Γιάννη Προύδρουμι τσι πού νι δάσκαλούς σου;

Εμένα είνι γιόκας μου τσι σένα δάσκαλούς σου»

«Δεν έχου στόμα να στου πω μιλιά νασου μιλήσω

δεν έχου χειρουδάκτυλου να σου τουν δείξου».

«Για κάνι στόμα πές μου το, μιλιά τσι μίλησέ μου

κάνι τσι χειρουδάκτυλου τσι πάνι δείξι μου τον»

«Βλέπεις εκείνουν του γυμνού τσ’ αυτόν του σταυρουμένου;

Φουρεί τσι στου τσιφάλι του στιφάνι αγκαθένιου»

«Σταυρέ μ για κλίνι απί μπρουστά για κλίνι απόυ πίσου

να βγάλου τη χρυσή πουδιά του αίμα να σκουπίσου.

Που νι γκριμνός να γκριμνιστώ πηγάδι για να πέσου

Φέρτι μ αργυρουψάλιδου να κόψου τα μαλλιά μου»

«Μάννα μ σαν κριμνιστείς εσύ κριμνιέτι ου κοσμους ούλους.

Κριμνιόνται μάννες για πιδιά τσι τα πίδια για μάννις

Κριμνιόνται τα’ οι καλόπαντρις για τους καλούς τους άνδρες.

‘Αγντι μαννούλα μ στου καλού τσι στην καλή την ώρα

πάρι τουν Γιάννη γιόκα σου του Πέτρου για πιδί σου

Άγντι μάννα μ στου σπίτι μας τσι στρώσι του τραπέζι

Βάλι κρασί στου μουστραπά κι αφράτου παξιμάδι

Τσι σύρι του στα χείλη σου για τους καλούς τους άνδρες.

Άγντι μαννούλα μ’ στου καλού τσι διαφορου δεν έχεις

Τσι του Μιγάλου Σάββατου τότι να μ απαντέχεις.

Σα κράξουνι γοι πετεινοί τσι ψάλιν γοι πάπάδις

Τότι τσι σι μανούλα μου ναχεις χαρές μιγάλες».

Ποιος είδι γυιό πας του Σταυρού τσι Μάννα στου τραπέζι;

Αντί τσι συ Αγιά Καλή στου έρμου σ του ξουκκλήσι.

Πουτές παπάς να μη βριθεί για να σι λειτουργήσει

Όποιος του λέει σώνιτι τα όποιους τ’ ακού αγιάζεο

τσ’ όποιος του καλουστουχαστεί Παράδεισου θε να βρει.

 

Το μεσημέρι και το απόγευμα της Μεγάλης Παρασκευής οι συγγενείς των νεκρών επισκέπτονται τα νεκροταφείο και αφήνουν πάνω στους τάφους τους γλάστρες με λουλούδια και διάφορες προσφορές ή μοιράζουν στη μνήμη τους τροφές. Κι αυτό, γιατί πιστεύεται ότι τη Μεγάλη Πέμπτη ο Σωτήρας κατεβαίνει στον Άδη και οι ψυχές των νεκρών λυτρώνονται και ξανασαίνουν.

 

5. ΜΕΓΑΛΟ ΣΑΒΒΑΤΟ

Το Σάββατο το πρωί οι νοικοκυρές έφτιαχναν, με τη ζύμη που έφτιαχναν τα ψωμιά για το Πάσχα, τα Λαζαράκια, τα οποία είναι μικρά ψωμάκια με τη μορφή ανθρώπου με σταυρωμένα χέρια που συμβολίζουν το σαβανωμένο Λάζαρο που ανάστησε ο Χριστός. Τα Λαζαράκια συνήθως τα μοίραζαν στη γειτονιά.

Το Σάββατο το πρωί σφαζόταν το αρνί, για να ετοιμαστεί το απόγευμα το παραδοσιακό φαγητό του Πάσχα, που ήταν και είναι το γεμιστό αρνί. Σπάνια γέμιζαν ολόκληρο αρνί, παρά μόνο αν ήταν πολύ μικρό. Γεμίζεται το πάνω μέρος του αρνιού με γέμιση φτιαγμένη με ρύζι, συκώτι κομμένο σε πολύ μικρά κομματάκια και σάλτσα, και ράβεται. Το βράδυ του Σαββάτου το πήγαιναν στο φούρνο της γειτονιάς, όπου έμενε μέχρι την άλλη μέρα.

 

6. Η ANAΣΤΑΣΗ

 

Η Ανάσταση γινόταν και γίνεται έξω από την εκκλησία της Παναγίας. Κατά τη διάρκεια της Ανάστασης οπλοφορούντες έριχναν με τα όπλα τους, χωρίς να λείπουν βέβαια και οι αυτοσχέδιοι δυναμίτες, τα τρίγωνα. Η πόρτα της εκκλησίας παρέμενε κλειστή κατά τη διάρκεια της Ανάστασης και όταν τελείωνε, χτυπώντας δυνατά την πόρτα ο παπάς, έλεγε το τροπάρι του 23ου ψαλμού του Δαβίδ:

«Άρατε πύλαι οι άρχοντες ημών και επάβρηται πύλαι αιώνιοι και εισελεύσεται ο βασιλεύς της δόξας.» Κάποιος που βρισκόταν από μέσα, συνήθως ο διάκος ή κάποιος ψάλτης, ρωτούσε: «Τις εστί ούτος ο βασιλεύς της δόξας;» Και ο ιερέας απαντούσε: «Κύριος κραταιός και δυνατός, κύριος δυνατός εν πολέμω.» Τότε η πόρτα άνοιγε και ο παπάς ακολουθούμενος από το εκκλησίασμα έμπαινε μέσα. Η Ανάσταση γίνεται με τον ίδιο τρόπο και σήμερα. Πολλοί έπαιρναν μαζί τους στην εκκλησία ένα κόκκινο αυγό, για να το τσουγκρίσουν με άλλους μετά την Ανάσταση. Ήταν ευκαιρία και για τους ερωτευμένους να πλησιάσουν ο ένας τον άλλον, για να τσουγκρίσουν το αυγό. Επιστρέφοντας στο σπίτι με το κερί της Ανάστασης μετέφεραν το φως και έκαναν με αυτό τρεις σταυρούς στην εξωτερική πόρτα. Πολλοί προσπαθούσαν να διατηρήσουν  μέσω του καντηλιού το φως μέχρι την επόμενη Ανάσταση. Εκείνο το βράδυ, μετά την Ανάσταση, η οικογένεια έτρωγε συνήθως σούπα.

 

7. Η ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΠΑΣΧΑ

Την Κυριακή το πρωί στην Αγία Τριάδα γινόταν η Δευτερανάσταση. Πολλές φορές το Ευαγγέλιο διαβαζόταν σε διάφορες γλώσσες. Όταν ο παπάς διάβαζε το Ευαγγέλιο, τον κερνούσαν κρασί το οποίο έπινε ευχόμενος στο εκκλησίασμα Χριστός Ανέστη. Αφού έπινε το κρασί, πετούσε το ποτήρι (ήταν ξύλινο) στο εκκλησίασμα. Όποιος το έπιανε θεωρούνταν τυχερός και η εκκλησία τού έδινε ένα μικρό χρηματικό ποσό και μια εικόνα. Το έθιμο αυτό συνεχίζεται και σήμερα με τη διαφορά ότι στον τυχερό δίνεται μόνο μια εικόνα. Μετά το τέλος της Δευτερανάστασης καιγόταν ο Βριγιός.

 

8. Η ΕΒΔΟΜΑΔΑ ΜΕΤΑ ΤΟ ΠΑΣΧΑ

 

Η εβδομάδα που ακολουθούσε ήταν γεμάτη γιορτές και στα βουνά ηχούσαν οι φωνές αυτών που πήγαιναν να παρακολουθήσουν τις λειτουργίες που γίνονταν σε διάφορα ξωκλήσια. Τη Δευτέρα εορτάζεται  ο Αι Γιάννης ή ο Αι Γιώργης, την Τρίτη ο Άγιος Ραφαήλ, την Πέμπτη η Αγία Φωτιά και την Παρασκευή  το αποκορύφωμα στη Ζωοδόχου πηγής. Όλη αυτήν την εβδομάδα  μπορούσε να κοινωνήσει όποιος ήθελε, ανεξάρτητα από το αν είχε φάει κρέας το προηγούμενο βράδυ.

Αξίζει να αναφερθεί πως στη γιορτή του Αι Γιαννιού οι κοπέλες προσπαθούσαν να βρουν την ευκαιρία να πλησιάσουν τον αγαπημένο τους και να του δώσουν βαμμένα αυγά που τα είχαν μέσα σε ένα μαντήλι. Όταν αυτός έπαιρνε τα αυγά, έβαζε στο μαντήλι χαλβά.

 

9. ΤΟ ΠΑΣΧΑ ΣΗΜΕΡΑ

 

Ευτυχώς, πολλά από τα έθιμα του Πάσχα έχουν διατηρηθεί. Βέβαια, οι κοινωνικές αλλαγές έφεραν αναπόφευκτες αλλαγές και στα έθιμα, κυρίως σε όσα αφορούσαν τη θέση της ανύπαντρης κοπέλας. Έτσι, οι κοπέλες δεν περιμένουν με αγωνία τη Μεγάλη Πέμπτη να στολιστούν και να βγουν, αφού πλέον μπορούν να το κάνουν όποτε θελήσουν. Δεν περιμένουν με χτυποκάρδι να τσουγκρίσουν το αυγό την Ανάσταση με τον καλό τους, αφού μπορούν πλέον ελεύθερα να συναντιούνται. Και φυσικά δεν ανταλλάσσουν τα δώρα τους (αυγά-χαλβά) του Άι Γιαννιού μετά το Πάσχα.

Ο επιτάφιος, φυσικά, συνεχίζει να στολίζεται, αν και όλο και λιγότερες νεαρές κοπέλες, κυρίως στην εκκλησία της Παναγίας, συμμετέχουν στο στολισμό. Βέβαια, ούτε συζήτηση για την προετοιμασία του κουκούροβου, αφού σεντούκια δεν υπάρχουν και τα ζώα είναι ελάχιστα. Σήμερα στους επιτάφιους της Παναγίας και της Αγίας Τριάδος έχει προστεθεί και ο επιτάφιος της Αεροπορίας. Στολίζεται στην εκκλησία του Αγίου Φανουρίου κοντά στο φυλάκιο και μεταφέρεται με φορτηγό έως την εκκλησία του Αγίου Γρηγορίου. Από ‘κει τον σηκώνουν αεροπόροι φαντάροι, συναντά τον επιτάφιο της Αγίας Τριάδος στο Σταυρί και μαζί, μέσω του κεντρικού δρόμου, φθάνουν στην αγορά όπου συναντούν αυτόν της Παναγίας. Τα τελευταία χρόνια τον επιτάφιο της Αγίας Τριάδος συνοδεύουν μικρά παιδιά ντυμένα αγγελάκια που κρατούν καλαθέλια, καλάθια, δηλαδή, με λουλούδια, με τα οποία ραίνουν τον επιτάφιο. Μπροστά πηγαίνει ο παπάς με το σταυρό, ακολουθεί ο επιτάφιος πλαισιωμένος με τα αγγελάκια και πιο πίσω ακολουθεί το εκκλησίασμα που ψέλνει.

Το βράδυ της Μεγάλης Παρασκευής εξακολουθούν οι γυναίκες να πηγαίνουν στα εκκλησάκια στο βουνό, για να ανάψουν τα καντήλια, αλλά σήμερα χρησιμοποιούνται περισσότερο τ’ αυτοκίνητα παρά τα πόδια και κανείς δεν απαγορεύει στις ελεύθερες κοπέλες να συμμετέχουν.

Όσον αφορά το φαγητό, η σούπα αντικαταστάθηκε από τη μαγειρίτσα και το παραδοσιακό γεμιστό αρνί δεν ψήνεται στους φούρνους της γειτονιάς, αφού δεν υπάρχουν πλέον, αλλά στον κεντρικό φούρνο του χωριού ή στην ηλεκτρική κουζίνα του κάθε νοικοκυριού. Συνηθίζεται, όμως, μετά τη Δευτερανάσταση πολλοί να πηγαίνουν στους αγρούς και να ψήνουν αρνί στη σούβλα.