Καρναβάλι

Τα έθιμα της Αποκριάς

ΕΘΙΜΑ ΑΠΟΚΡΙΑΣ

1. ΓΕΝΙΚΑ

Η αποκριά γενικά περιλαμβάνει ένα ευρύ φάσμα παμπάλαιων εθίμων με μαγικό και ευετηρικό (ευ+έτος=καλή χρονιά) χαρακτήρα. Πολλά από τα λαϊκά δρώμενα της Αποκριάς ανάγονται συχνά σε πανάρχαιες τελετές που αποσκοπούσαν στο να εξαναγκάσουν τις θεϊκές δυνάμεις να ευοδώσουν την καλοχρονιά και κυρίως την καλοσοδειά (ενόψει και της επερχόμενης καρποφορίας της άνοιξης), από την οποία εξαρτιόταν η επιβίωση της αγροτικής κοινότητας.

Τις αποκριές τα πάντα ανατρέπονται: οι άντρες γίνονται γυναίκες και οι γυναίκες άντρες, οι φτωχοί άρχοντες, οι παλαβοί βασιλιάδες, οι γριές λεχώνες, και όλα αυτά σ’ ένα κλίμα όπου η τρέλα αντικαθιστά τη σοβαρότητα, η ανεξέλεγκτη σεξουαλικότητα τον αυστηρό έλεγχο και την αταξία. Ο κάθε τόπος ζει τις μέρες αυτές των «Απόκρεω» με το δικό του τρόπο βασισμένο στη δική του ιστορία, τις δοξασίες του, τις ιδιαιτερότητές του.

Το καρναβάλι της Αγιάσου ξεχωρίζει για τη λαϊκή σάτιρα που εκφράζεται με το ντόπιο γλωσσικό ιδίωμα. Η σάτιρα εκφράζει το ιδιαίτερο πνεύμα του Αγιασώτη που είναι σπιρτόζικο, πειραχτικό και με μια διάθεση για αυτοσαρκασμό. Πηγάζει από τον κόσμο της Αγιάσου και απευθύνεται σ’ αυτόν. Για να καταλάβει κανείς τις ιδιαίτερες αυτές καρναβαλικές εκδηλώσεις, πρέπει να γνωρίζει τόσο την ιστορία του τόπου όσο και τους ανθρώπους, τις ιδιοτροπίες και τα μεράκια τους.

2. ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΕΞΕΛΙΞΗ

Θα χωρίσουμε την ιστορική εξέλιξη του Αγιασώτικου Καρναβαλιού στις παρακάτω δυο περιόδους, με βάση το χρόνο εμφάνισης στα αποκριάτικα δρώμενα της σάτιρας (του έμμετρου σατιρικού λόγου), που αποτελεί το κύριο χαρακτηριστικό του:

Περίοδος 1η : Πριν την απελευθέρωση (Τουρκοκρατία – 1912)

Περίοδος 2η : Μετά την απελευθέρωση (1912 – σήμερα)

2.1. ΠΡΙΝ ΤΗΝ ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ

Τα αποκριάτικα έθιμα της Αγιάσου είναι πολύ παλιά. Ξεκινούν από την εποχή της τουρκοκρατίας (η κατάληψη της Λέσβου από τους Τούρκους έγινε το 1462) και από τότε μέχρι σήμερα εξελίσσονται έχοντας περάσει από πολλές φάσεις. Πριν το γιαγκίνι, τη μεγάλη πυρκαγιά του 1877 που κατέστρεψε τα 4/5 της Αγιάσου, υπάρχουν μόνο μαρτυρίες για το έθιμο που πέρασαν από στόμα σε στόμα, πολλές από τις οποίες καταγράφει στο βιβλίο του «Θρύλος και Ιστορία της Αγιάσου της Νήσου Λέσβου» ο δάσκαλος και ιστορικός της Αγιάσου Στρατής Π. Κολαξιζέλης.

Από το 1701 που εκδόθηκε το σουλτανικό φιρμάνι της «ασυδοσίας», με το οποίο η Αγιάσος απαλλάσσεται πλήρως από κάθε φορολογία, το χωριό βλέπει μέρες ευημερίας και ελευθερίας. Με την άδεια του Τούρκου Κουμαντάντη, ομάδες Αγιασωτών ντυμένων με περικεφαλαίες, φουστανέλες και κόκκινα τσαρούχια, κρατώντας τουφέκια και σπαθιά και παριστάνοντας τους αρματολούς και κλέφτες, έβγαιναν στους δρόμους και τραγουδούσαν κλέφτικα τραγούδια μπολιάζοντας τις ψυχές των σκλαβωμένων με τον πόθο για τη λευτεριά. Είχαν όμως την υποχρέωση να συγκεντρώνονται στην αγορά κατά τη δύση του ήλιου και με την εμφάνιση του Τούρκου Ζαμπίτη να διαλύονται.

2.1.1. ΠΑΤΙΝΑΔΑ

Από την εποχή αυτή μέχρι και την απελευθέρωση της Λέσβου από τους Τούρκους (8-11-1912), μια από τις βασικές εκδηλώσεις της αποκριάς είναι η πατινάδα. Πατινάδες βέβαια δε γίνονταν μόνο τις αποκριές, αλλά και τ’ απογεύματα της Κυριακής και κάθε γιορτής. Τα παλικάρια του χωριού έφερναν γύρω το χωριό με σταθμούς τα κουιτούκια, πρόχειρα καφενεδάκια που υπήρχαν σε κάθε γειτονιά και σέρβιραν ούζο. Σχεδόν σε κάθε κουιτούκι υπήρχε μια κομπανία μουσικών, για να διασκεδάζει την κάθε παρέα που περνούσε. Οι κοπέλες της γειτονιάς κάθονταν στα σκαμνέλια ή καριγλιά τους(καρεκλάκια) απέναντι από το κουιτούκι, για να βλέπουν τα παλικάρια που περνούσαν και να προσπαθούν να τους τραβήξουν την προσοχή. Εκεί γινόταν, δηλαδή, το νυφοπάζαρο της εποχής. Τα παλικάρια, αφού κερνιόντουσαν και χόρευαν, ξεκινούσαν για άλλη γειτονιά και άλλο κουιτούκι. Η πατινάδα ξεκινούσε από τις δύο αγορές, την απάνω αγορά (Κάμπους) και την κάτω αγορά (Κάτου Κάμπους) και τερμάτιζε πάλι σ’ αυτές μετά το γύρο του χωριού.

2.1.2. ΑΠΟΚΡΙΓΙΩΜΑΤΑ

Τα χρόνια εκείνα έως και περίπου το 1925 η αποκριά κρατούσε δυο βδομάδες με αποκορύφωμα τις Κυριακές της Κριγιατνής (Απόκρεω) και της Τυρνής (Τυρινής ή Τυροφάγου). Απ’ τα παλιά τα χρόνια τις δυο αυτές βδομάδες κάθε βράδυ συγγενικές και φιλικές οικογένειες μαζεύονταν στα σπίτια (με τη σειρά) και έτρωγαν, έπιναν, έλεγαν ιστορίες, διασκέδαζαν. Την Κριγιατνή κυριαρχούσαν τα κρέατα, την Τυρνή τα γαλατερά και τα μακαρόνια που έφτιαχναν οι νοικοκυρές από χοντρό φύλλο από ζυμάρι, σαν χυλοπίτες, πασπαλισμένες με τριμμένη μυζήθρα. Το γλέντι ξεκινούσε με ερωτικά τραγούδια, μα όταν φούντωνε, άρχιζαν τα αδιάντρουπα, τα άσεμνα, με τα οποία εξυμνούσαν τα γεννητικά όργανα και την ερωτική πράξη. Αφού ερχόντουσαν στο κέφι, μασκαρευόντουσαν, συνήθως οι γυναίκες ντυνόντουσαν άντρες και οι άντρες γυναίκες, κάλυπταν τα πρόσωπο τους καλά με μαντήλια ή προσωπίδες, για να μην αναγνωρίζονται, και έβγαιναν στους δρόμους. Έτσι μασκαρεμένοι με φωνές και σκανδαλιές έκαναν επισκέψεις σε φιλικά και συγγενικά πρόσωπα. Να σημειωθεί ότι η προσωπίδα που κάλυπτε το πρόσωπο ήταν ιερή και θεωρούνταν προσβολή να την τραβήξει κάποιος με τη βία.

Το έθιμο αυτό ατόνησε σιγά-σιγά από τα χρόνια του πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου και έσβησε τη δεκαετία του 1980.

2.1.3. ΙΜΤΣΟΥΝΙΣ (ΜΟΥΤΣΟΥΝΕΣ)

Τα μασκαρέματα βαστούσαν και αυτά δύο βδομάδες και γίνονταν με κάποια σειρά. Τις καθημερινές μασκα-ρευόντουσαν τα παιδιά και οι γυναίκες στις γειτονιές και τραγουδούσαν παραδοσιακά τραγούδια (τα καλά). Την προτελευταία Κυριακή μασκαρευόντουσαν οι έφηβοι και την τελευταία Κυριακή τα μεγάλα παλικάρια και οι ώριμοι άντρες. Την Καθαρή Δευτέρα έπαιρναν μέρος όλοι, μικροί και μεγάλοι, άντρες και γυναίκες, και τραγουδούσαν τραγούδια που υμνούσαν τα γεννητικά όργανα των δύο φύλων.

Το μασκάρεμα των παλικαριών γινόταν στα σπίτια τους. Η παρέλαση ξεκινούσε το απόγευμα της Κυριακής (Κριγιατνής και Τυρνής) από τους καφενέδες του «Κάμπου» και του «Κάτω Κάμπου» με προορισμό τα κουιτούκια. Η παρέα είχε επικεφαλής τον αρχινιστή, ο οποίος ήταν ο καλλίφωνος που ξεκινούσε το τραγούδι. Ήταν ντυμένοι με την καλή τους φορεσιά, την οποία ως το 1900 περίπου αποτελούσε η τσόχινη βράκα, το χασεδένιο άσπρο πουκάμισο, ζουνάρι και φέσι. Τον αρχινιστή  πλαισίωναν άνδρες μεταμφιεσμένοι σε βρακοφορεμένες κοπέλες με τα πρόσωπα σκεπασμένα με δυο – τρία χρωματιστά μαντήλια, ώστε να μην αναγνωρίζονται. Στο δρόμο τραγουδούσαν διάφορα παραδοσιακά τραγούδια της εποχής, όπως η Σούσα, η Λυγερή, η Τριανταφυλλένια, η Απαρνημένη, κ.ά. Ξεκινούσε το τραγούδι ο αρχινιστής και επαναλάμβαναν οι «κοπέλες» της παρέας.

2.1.4. ΠΕΡΙΚΕΦΑΛΑΙΕΣ

Το έθιμο να ‘ναι ο αρχινιστής βρακοφόρος σταμάτησε γύρω στο 1900. Τότε κάποιος πρωτοτύπησε στη στολή και καθιερώθηκε η περικεφαλαία. Αυτή ήταν χαρτονένια με χρυσό ή χρωματιστό χαρτί στολισμένη με στρογγυλά καθρεφτάκια και πολλές κορδέλες. Στο πρόσωπο φορούσε προσωπίδα φτιαγμένη από πλεχτό ψιλό τέλι στο χρώμα του προσώπου με στριφτό λεπτό μουστάκι. Η υπόλοιπη στολή αποτελούνταν από λευκό μαντήλι στο λαιμό, άσπρο πουκάμισο, γιλέκο, μεταξωτό ζουνάρι και φουστανέλα καμωμένη από πολύχρωμες χάρτινες κορδέλες. Μετά το 1920 η φουστανέλα αυτή αντικαταστάθηκε από την τσολιάδικη φουστανέλα. Ο αρχινιστής παρίστανε το Μεγαλέξανδρο συνοδευόμενο από «γυναίκες» βρακοφορεμένες και κουκουλωμένες με πολύχρωμα τσεμπέρια.

Οι Τούρκοι δεν ενοχλούνταν από τις ιμτσούνις, αντίθετα τις έκαναν χάζι. Δεν υποπτευόντουσαν, όμως, ότι αυτό το αλλοπρόσαλλο τσούρμο με αρχηγό αυτόν το «Μεγαλέξανδρο» με τα τραγούδια του ξεσήκωνε τους σκλαβωμένους και φούντωνε τον πόθο τους για τη λευτεριά.

Μερικοί από τους πρώτους αρχινιστάδες ήταν ο Θεόδωρος Κουκουβάλας, οι αδερφοί Παναγιώτης και Στρατής Προκοπίου Κουτσκουδή, ο Μιχάλης Ευαγγελινός και ο Αριστοφάνης Μολυβιάτης, που φύλαγε την περικεφαλαία του ως το θάνατο του, ο Γιάννης Σαλαβάτης, ο Φάνης Κάναρος και ο τελευταίος αρχινιστής Γιάννης Σοφός.

Το έθιμο της περικεφαλαίας επέζησε και μετά την απελευθέρωση και έφθασε έως το 1925. Αργότερα έγιναν προσπάθειες από το Αναγνωστήριο η «Ανάπτυξη» να αναβιώσει το έθιμο, αλλά χωρίς αποτέλεσμα.

2.1.5. ΤΑ ΤΡΙΨΙΜΑΤΑ

Την Καθαρή Δευτέρα οι ξενυχτισμένοι μουτζουρωμένοι με φούμο, μουτζούρα από το τηγάνι, κνίκο και αργότερα με καμένο φελλό, τριγυρνούσαν στο χωριό καταλήγοντας στα κουιτούκια. Εκεί άρχιζε «του τρίψ’μου τ’ πιπιριού». Τα τριψίματα είναι αδιάντρουπα χορωδιακά τραγούδια που υμνούν τα γεννητικά όργανα, τα οποία αποκτούν μορφή και συνομιλούν, έρχονται σε αντιπαράθεση, φιλονικούν. Τραγουδιούνται και χορεύονται κυκλικά, με τον καλλίφωνο να ξεκινά και να επαναλαμβάνει ο χορός. Ο αρχινιστής είναι μπροστά στον κύκλο και κρατώντας ένα ραβδί δίνει το ρυθμό της κίνησης. Παρόλο που το περιεχόμενο των τραγουδιών ήταν πολύ πρόστυχο, κανείς, ούτε γυναίκες ούτε παιδιά, δε σοκάρονταν. Αρχικά τα τριψίματα γίνονταν την Καθαρή Δευτέρα. Μετά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο τα τριψίματα άρχισαν να γίνονται και τις άλλες μέρες της αποκριάς, όχι μόνο στα κουιτούκια αλλά και στους δρόμους του χωριού. Τα τριψίματα επιβιώνουν ως σήμερα, αλλά γίνονται μόνο τα βράδια του αποκριάτικου τριήμερου στα καφενεία και τις ταβέρνες. Παρόλο που ακόμα κυκλοφορούν μουτσούνες στους δρόμους, δεν το «τρίβουν» πλέον.

ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΑ ΤΡΙΨΙΜΑΤΑ

Λάτι να του τρίψουμι, του αντέτ’ να ποίσουμι.

Πάριτι τ’ς γδουχέρ’ στου χέρ’, λάτι α τρίψουμι πιπέρ’.

Γοι γ’δουχέρ’ είνι μιγάλ’ τσ’ έχιν άγαρμπου τσιφάλ’.

Μέσ’ τα γ’διά σας δε χουρούν, να τατσίσιν δε μπουρούν.

Ωχ, μανούλα μ’, πάγ’ του γ’δέλι μ’, τρύπ’σι γ’δόχειρας του τσ’λέλι μ’.

Του φιτ’νό του καλουτσαίρ’ ακριβήναν γοι γ’δουχέρ’.

Ακριβήναν τσι τ’αγγούρια, που τα τρών’ τα κουπιλούδια.

Τώρα τις Απουκριγιές φέραν ένα τσ’βάλ’ ψουλές

τρέξανι γοι λεύτερις τσι πήραν απί τέσσιρις

τσι μια χήρα καβλουχήρα δένι πρόλαβι στη μοίρα

πιάν’ τσι τ’νάζει τα τσουβάλια, πέφτι μια μι δυο τσιφάλια

τουτ’ είνι καλή για μένα, πόχ’ τα σ’κώτια μου καμένα.

Κουκί πιπέρι έσπειρα στου φούρνου μου την τρούλη

του μάθαν τα κακιά μουνιά, παγαίναν τσι του κλέφταν

τσι κάνου μια ψουλόμαντρα τσι τα μαντρίζου μέσα.

Ένα μουνί, κακό μουνί πιτά τσι βγαίν’ απόξου

πιτώ τσι καβαλ’τσέβγου του, πιτά τσι ρίχτ’ μι κάτου.

Γιου μούναρους τσι ψώλαρους, τα δυο μιγάλα κράτη

σήκωσαν επανάσταση απάνου στου κριββάτι

τσι νίκησι γιού ψώλαρους τσι πήρι του βραβείου

τσι ρίχνει κάτου το μουνί τσι το ‘σχισι στα δύου.

2.1.6. ΚΟΥΔΟΥΝΑΤΟΙ ΠΕΙΡΑΣΜΟΙ

Ήταν ένα από τα παλιότερα και πιο ενδιαφέροντα έθιμα. Ο Κολαξιζέλης αναφέρει ότι γινόταν ήδη από τα «χρόνια της γαλήνης» (1632 : κατάργηση παιδομαζώματος – 1770 : έναρξη Ρωσοτουρκικού πολέμου), αλλά και μεταγενέστερα. Ήταν ζευγάρια ανδρών χορευτών απ’ τους οποίους ο ένας ντυνόταν άντρας κι ο άλλος γυναίκα. Ο άντρας φορούσε προβιές και κουδούνια στα πόδια και τα χέρια, πάνινα κέρατα στο κεφάλι και ουρά βοδιού. Η «γυναίκα» ήταν ντυμένη με μια άσπρη ολόσωμη χλαμίδα. Χόρευαν αντικριστά στο ρυθμό ενός σκοπού, του αράπικου, μέχρι σημείου εκστασιασμού. Ο χορός γινόταν όλο και πιο ορμητικός, συνέβαλλε σε αυτό και το συγκεντρωμένο πλήθος, ώσπου το ζευγάρι έφθανε σε ερωτικό μεθύσι, αφού όλες του οι κινήσεις συμβόλιζαν την ερωτική πράξη. Ο χορός αυτός εξέφραζε την ερωτική ένωση των δυο φύλων και την αναπαραγωγή. Το έθιμο κράτησε μέχρι το 1940 περίπου και μετά τον πόλεμο έσβησε οριστικά.

2.1.7. ΟΙ  ΧΑΖΛΗΔΕΣ

Χαρακτηριστικοί τύποι του καρναβαλιού ήταν οι χαζλήδες, οι χωρατατζήδες του χωριού που παρουσίαζαν δικιάς τους έμπνευσης παραστάσεις συνήθως την Καθαρή Δευτέρα, διακωμωδώντας συνήθως πρόσωπα που έκαναν κοινωνικό λειτούργημα, όπως γιατρούς, μαμές, φορατζήδες, καπνοδοχοκαθαριστές κλπ. Από τους πιο χαρακτηριστικούς ήταν ο Προκόπης Καμπέρης (1880) και ο γιος του Θρασύβουλος Καμπέρης (1908), σύγχρονοι του οποίου ήταν ο Νικόλας Χαλέλης, ο δημιουργός της «γέννας» που άφησε εποχή, και ο Νικόλας Στεφανής.

2.1.8. Η ΤΡΑΤΑ

Η «Τράτα» είναι ένα λαϊκό δρώμενο της Βορειοκεντρικής Λέσβου, που γινόταν πιο οργανωμένα στο Μανταμάδο το πρωί της Καθαρής Δευτέρας αλλά σταμάτησε γύρω στο 1960. Παρά τις προσπάθειες μερακλήδων του Μανταμάδου και των γύρω χωριών γύρω τη δεκαετία του ’80 το έθιμο δεν επιβίωσε.

Σύμφωνα με μαρτυρίες, το έθιμο πρέπει να ήρθε στην Αγιάσο τα προπολεμικά χρόνια. Λέγεται ότι το έφερε στο χωριό μας ο Αγιασώτης δάσκαλος Χριστόφας Χατζηπαναγιώτης από τον Μανταμάδο της Λέσβου, όπου υπηρέτησε την περίοδο 1927 – 1933.

Το έθιμο αναπαριστά το ψάρεμα της τράτας και συμμετέχουν σ’ αυτό μόνον άνδρες, ντυμένοι ψαράδες. Σε νεότερες αναβιώσεις (1978, 2001) μπροστά πάει η τράτα, τοποθετημένη πάνω σε τροχήλατη βάση. Μέσα σ’ αυτή κάθεται ο αρχιψαράς – αρχινιστής του τραγουδιού - και πίσω της ακολουθούν οι υπόλοιποι ψαράδες κρατώντας στα χέρια τους απλωμένα δίχτυα πάνω στα οποία έχουν παγιδευτεί αληθινά ή ψεύτικα ψάρια. Η πομπή διασχίζει τον κύριο δρόμο του χωριού από το «Σταυρί» προς την «Καρυά», μέσω της αγοράς. Ο κορυφαίος τραγουδά ένα μακρόσυρτο σκοπό και επαναλαμβάνουν οι άλλοι (ο χορός). Το τραγούδι είναι δίστιχο, ομοιοκαταληκτικό, με έμμεσα αλλά σαφή σεξουαλικά υπονοούμενα.

            Το έθιμο, αν και έγιναν κατά καιρούς κάποιες προσπάθειες αναβίωσής του, σήμερα έχει πλέον σβήσει.

Ρε χουριανοί, ρε χουριανές / ε λέσα για λέσα

πέστε μου τι να κάνω / έλιμ για σά, ισά για σά, ίσα ώωω (ρεφρέν)

Στα δυο μου χέρια τνη κρατώ / ε λέσα για λέσα

τσι ζάπι δε τνη κάνου / ρεφρέν

Ρίξαμι δίχτυα στου γυαλό / ε λέσα για λέσα

τσι πιάσαμι κάτ’ χτένια / ρεφρέν

Πρώτη φουρά είδα πιδιά / ε λέσα για λέσα

χτένια ναν έχιν γένια / ρεφρέν

Τα έρμα τίλουγια δαγκάν’ν / ε λέσα για λέσα

σα ξιν’σκουμένα κάνιν / ρεφρέν

Αλάτσιρου χέλ’ καταπίν’ν / ε λέσα για λέσα

απ’ του τσιφάλ’ του πιάνιν / ρεφρέν

Τα δίχτυα μας τα ρίξαμι / ε λέσα για λέσα

τσι βγάλαμι λαβράτσια / ρεφρέν

Προυσέχιτι κουρ’τσέλια μου / ε λέσα για λέσα

τρυπούν καλαμουβράτσια / ρεφρέν

Έχου μέσα στη βράκα μου / ε λέσα για λέσα

ένα λαβράτσ’ μιγάλου / ρεφρέν

Ας μαζουχτούν γοι λέφτιρις / ε λέσα για λέσα

‘που κάτου θα του βγάλλου / ρεφρέν

να λαβράτσ’ ταυρουπαλιεί / ε λέσα για λέσα

τσι μ’ ήρτι να του πιάσου / ρεφρέν

Λαβράτσι μ’ είσι γη ζουγή μ’ / ε λέσα για λέσα

πρέπ’ να του καματσιάσου / ρεφρέν

Πάλι ξανακαλάραμι / ε λέσα για λέσα

απ’ του Σταυρί πιο κάτου / ρεφρέν

Τσι βγάλαμι τιτράκουλα / ε λέσα για λέσα

‘πί τ’ς θάλασσας του πάτου / ρεφρέν

Ήρταμι τσι μέσ’ν Αγουρά / ε λέσα για λέσα

να πιάσουμι σιρδέλις / ρεφρέν

Αστραφτιρές τσι παχουλές / ε λέσα για λέσα

που είνι σα τ’ς κουπέλις / ρεφρέν

Να πιάσουμι ξιβράκουτις / ε λέσα για λέσα

αφράτις τσι χιουνάτις / ρεφρέν

Αλ’χνά του λέγου χουριανοί μ’ / ε λέσα για λέσα

φουτιά είνι γιμάτις / ρεφρέν

Τα χέλια πιάσαμι για φτες / ε λέσα για λέσα

τα θ’κά μας για να θ’μούντι / ρεφρέν

Να τάχιν πάντα συντρουφιά / ε λέσα για λέσα

τσι προυπαντός σα τσ’μούντι / ρεφρέν

Βίρα τα δίχτυα ρε πιδιά / ε λέσα για λέσα

σι ξέρα να βριθούμι / ρεφρέν

2.2 ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ

2.2.1 Η ΣΑΤΙΡΑ

Μετά την απελευθέρωση του νησιού το 1912, αρχίζουν να εμφανίζονται οι πρώτοι λαϊκοί ποιητές. Οι στίχοι έθιγαν κοινωνικά προβλήματα, αλλά ήταν ακόμα άτεχνοι. Η γλώσσα τους ήταν μείγμα καθαρεύουσας και Αγιασώτικης ντοπιολαλιάς. Το 1915 ο Γιώργος Ματζουράνης διακωμωδεί τη στρατιωτική Μπάντα της Μεραρχίας Αρχιπελάγους εκφωνώντας αντιπολεμικούς στίχους του Παναγιώτη Καραφύλη ή Πρίνου, που φέρεται ως ο παλιότερος στιχουργός της Αγιάσου. Σύγχρονοι του Πρίνου ήταν ο Γιώργος Σκλεπάρης ή Θείος, ο Στρατής Νιγδέλης και ο Παναγιώτης Χαλέλης.

Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή η σάτιρα αλλάζει ύφος. Ο στίχος εκφράζει προβληματισμό γύρω από τον πόλεμο, την κοινωνική αδικία και την ανισότητα. Αρχίζει να περνά μηνύματα, ο καρνάβαλος γίνεται πιο πνευματικός και σατιρίζει ένα σωρό θέματα που δεν περιορίζονται μόνο γύρω από την κοινωνία της Αγιάσου, αλλά είναι οικουμενικά. Ξεπηδούν νέοι σατιρογράφοι που μέσα από τους στίχους τους αποζητούν κοινωνική αλλαγή, ισότητα και δικαιοσύνη. Μερικοί από αυτούς είναι οι: Γιάννης Ακριβέλης, Στρατής Σκλέπος, Στρατής Τσαμπλάκος, Νικόλας Στεφανής κ.ά.

Ακολουθούν η δικτατορία του Μεταξά, ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος, η κατοχή, που ήταν καταστάσεις οι οποίες έδιναν άφθονη τροφή στον αγιασώτη σατιρογράφο, τού ακόνιζαν το μυαλό και τον προβλημάτιζαν. Τού όπλιζαν το χέρι, για να καυτηριάσει και να κάνει τραγούδι τα δεινά της κοινωνίας του. Σπουδαιότεροι εκπρόσωποι αυτής της γενιάς είναι οι: Αλέκος Κυπριωτέλης, Βασίλης Βλαστάρης ή Βαγιάνας, Στρατής Αναστασέλης, Μιχάλης Πασχαλιάς, Μενέλαος Καμάτσος, Χαρίλαος Κορομηλάς κ.ά.

Την περίοδο της Κατοχής και της μεγάλης πείνας οι καρναβαλικές εκδηλώσεις διακόπηκαν. Όμως, τις Απόκριες του 1944 ο Βασίλης Βλαστάρης στη σάτιρά του «ο αστρονόμος», που εκφώνησε ο Βασίλης Χατζηπαναγιώτης ή Σκανταλιάρης, έφερε μηνύματα από τα άστρα προμηνύοντας την επερχόμενη συντριβή του ναζισμού και την κοινωνική ανάκαμψη της μεταπολεμικής περιόδου:

Για δε ψουμιά για δε τυριά - για δε για δε απ’ ούλα.

Θα ν’ ανιβώ, δε νταγιαντώ - φιράτι μια σακούλα.

Με την απελευθέρωση από τους Γερμανούς το έθιμο της αποκριάς ξαναφουντώνει. Πολλά όμως έχουν αλλάξει στη κοινωνία της Αγιάσου. Τα κουιτούκια έγιναν σιγά-σιγά παρελθόν και οι πατινάδες δεν καταλήγουν πια εκεί, το νυφοπάζαρο αλλάζει τόπο και ο καρνάβαλος έπρεπε να βρει άλλο δρομολόγιο κι άλλα στέκια. Δεν άλλαξε όμως μόνο στέκι, άλλαξε και μορφή με πρωτοβουλία του Ανανία Καραμανλή, ο οποίος εισήγαγε στην εμφάνισή του το άρμα. Τη θέση του μουλαροκίνητου καρνάβαλου που σεργιανίζει στις γειτονιές του χωριού παίρνει τώρα ο μηχανοκίνητος καρνάβαλος που μαζεύει αναγκαστικά το ακροατήριό του σε ανοιχτούς δημόσιους χώρους, στο γήπεδο αρχικά, στις πλατείες του χωριού αργότερα.

Το καρναβάλι αρχίζει να προσεγγίζει τη μορφή του λαϊκού θεάτρου. Είναι έργο με συγκεκριμένη υπόθεση, ανάλογα σκηνικά, εκφωνητές και κομπάρσους που υποδύονται τους ρόλους. Συνήθως επιλέγεται ένας ιστορικός ή θρησκευτικός μύθος ή ένα χτυπητό θέμα της χρονιάς που πέρασε, και με αλληγορίες και παραλληλισμούς σατιρίζονται πρόσωπα και καταστάσεις της σύγχρονης κοινωνικοπολιτικής επικαιρότητας. Μεταπολεμικά καθιερώνεται πλέον το απόγευμα της Καθαρής Δευτέρας ως ώρα εκδηλώσεων, πράγμα που διατηρήθηκε μέχρι σήμερα. Οι αλλαγές αυτές όμως είχαν και αρνητικές συνέπειες. Έσβησε το αυθόρμητο, το πηγαίο και ανεπιτήδευτο ξέσπασμα του κόσμου. Από τους κατοίκους ελάχιστοι πια μεταμφιέζονται και συμμετέχουν στα δρώμενα, απλά παρακολουθούν τα συγκροτήματα που εμφανίζονται το απόγευμα της Κυριακής στην πλατεία αγοράς και της Καθαρής Δευτέρας στην πλατεία της Καρυάς. Πάντως, ανεξάρτητα από τις αλλαγές στη μορφή και το τελετουργικό των εκδηλώσεων, η σάτιρα δεν έπαψε ούτε στιγμή από τη γέννησή της να αποτελεί το κύριο στοιχείο του Αγιασώτικου καρναβαλιού. Άλλοτε πιο παράτολμη πνευματώδης, καυστική (περίοδος χούντας), άλλοτε πιο φτωχή και με λιγότερη φα-ντασία, σατιρίζει πρόσωπα και καταστάσεις της τοπικής κοινωνίας, σχολιάζει εθνικά και διεθνή γεγονότα, υμνεί ή χλευάζει τη σεξουαλικότητα ανδρών και γυναικών.

Σήμερα σατιρικά κείμενα γράφουν κυρίως ο Αντώνης Μηνάς, από τους κορυφαίους εκπροσώπους της προηγούμενης γενιάς, και ο Παναγιώτης Κουτσκουδής (από το 1985). Παράλληλα, με τη βοήθεια των παλιότερων, νέοι στιχουργοί ανοίγουν τα φτερά τους, παίρνοντας τη σκυτάλη της παράδοσης.

2.2.2.  ΑΝΤΙΚΑΡΝΑΒΑΛΟΣ Ή ΚΑΡΝΑΒΑΛΟΜΑΧΙΑ

Γεννήθηκε μαζί με τη σάτιρα, ύστερα δηλαδή από την απελευθέρωση του νησιού το 1912. Ήταν αγαπημένη συνήθεια των παλιών στιχουργών. Τότε ο καρνάβαλος ήταν μουλαροκίνητος ή γαϊδουροκίνητος. Οι στιχουργοί καβάλα πάνω στα γαϊδουράκια τους αντάμωναν έξω από τα κουιτούκια και άρχιζαν τον πόλεμο με μόνα βέλη τους στίχους τους. Κάθε προσωπικό, επαγγελματικό, οικογενειακό κουσούρι ή αδυναμία έβγαινε στη φόρα. Οι στίχοι ήταν αυτοσχέδιοι της στιγμής και η μάχη μπορούσε να συνεχιστεί για ώρες, ανάλογα με τις αντοχές και το υλικό.

Όταν καταργήθηκε ο μουλαροκίνητος καρνάβαλος και καθιερώθηκαν τα άρματα, τα πειράγματα συνεχίστηκαν μέσα στα καφενεία και γίνονταν κυρίως το βράδυ της Καθαρής Δευτέρας μετά το πέρας των εκδηλώσεων. Εδώ τα βέλη δε σημάδευαν τόσο τα ίδια τα πρόσωπα, όσο τα άρματα ή την ομάδα του καθενός. Έντονο ήταν το φαινόμενο αυτό στο διάστημα που γινόταν ο Βάλειος Διαγωνισμός.

Καρναβαλομαχία Πασχαλιά – Δελόγκου, 1940

-Γω είμι που σι ξούρ’σα πέρσ’ τσι του βραβείου πήρα

τσ’ αντί ριγάλου ήρπαξις μ’ ιφτά μουρά μια χήρα.

-Γω πήρα τσι μια χήρα μι τα ιφτά μουρά τ’ς

μου συ που πας σ’ γαδούρα τσι ανισκών’ς τ’ν ουρά τ’ς!!!

2.2.3. Ο ΒΑΛΕΙΟΣ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΣ

Το Αναγνωστήριο «Η Ανάπτυξη», που είχε υπό την αιγίδα του το Αγιασώτικο Καρναβάλι από τα χρόνια της Τουρκοκρατίας μέχρι και το 1984, καθιέρωσε το 1938 το Βάλειο Διαγωνισμό, τιμώντας τον ευεργέτη του ιδρύματος Θόδωρο Κουκουβάλα, μετανάστη στην Αμερική, ο οποίος άφησε στο Αναγνωστήριο περιουσιακά του στοιχεία με σκοπό οι εισπράξεις από την εκμετάλλευσή τους να διατίθενται ως χρηματικά έπαθλα για τη βράβευση των καρναβαλικών συγκροτημάτων.

Μια από τις βασικές απαιτήσεις των διακηρύξεων των πρώτων τουλάχιστον χρόνων του διαγωνισμού ήταν να διατηρηθεί το έθιμο να σατιρίζονται πρόσωπα και καταστάσεις της τοπικής κοινωνίας και να αναβιώνει το έθιμο της περικεφαλαίας.

Ο διαγωνισμός διακόπηκε μόνο στα χρόνια της κατοχής, την περίοδο 1946-1952, λόγω της παύσης λειτουργίας του Αναγνωστηρίου, και την περίοδο 1962-1964. Από το 1971 μέχρι το 1974 (δικτατορία) τη διοργάνωση των καρναβαλικών εκδηλώσεων ανέλαβε προσωρινά ο Δήμος Αγιάσου.

Ο Βάλειος Διαγωνισμός συνεχίστηκε από το 1975 ως το 1984, οπότε το Αναγνωστήριο παρέδωσε τη σκυτάλη στον Καρναβαλικό Σύλλογο Αγιάσου «Ο Σάτυρος» που ιδρύθηκε εκείνη τη χρονιά, και από τότε έχει την ευθύνη της διοργάνωσης μέχρι σήμερα. Διαγωνισμοί έγιναν και τα χρόνια 1988, 1990, 1991 και 2002. Έκτοτε διακόπηκαν οριστικά.

3. ΤΟ ΑΓΙΑΣΩΤΙΚΟ ΚΑΡΝΑΒΑΛΙ ΣΗΜΕΡΑ

‘Oπως κάθε έθιμο, όχι μόνο στην Αγιάσο αλλά και σε ολόκληρο τον ελλαδικό χώρο, έτσι και το Αγιασώτικο Καρναβάλι δεν κατάφερε να μείνει ανεπηρέαστο από τις οικονομικές και κυρίως κοινωνικές αλλαγές που επήλθαν στην ελληνική κοινωνία μεταπολεμικά, αλλά και στην κοινωνία της Αγιάσου, ειδικότερα τις τελευταίες δεκαετίες. Η μαζική είσοδος της τηλεόρασης στα σπίτια των Αγιασωτών από τις αρχές της δεκαετίας του ’80, καθώς και διάφορες εναλλακτικές μορφές διασκέδασης, έχουν προκαλέσει κορεσμό, με αποτέλεσμα όχι μόνο να έχει περιοριστεί ο αυθορμητισμός και η φαντασία των ανθρώπων αλλά και η συμμετοχή τους στο καρναβάλι. Καταρχήν, οι δυο βδομάδες τρελού κεφιού και γλεντιού έχουν περιοριστεί στις τρεις τελευταίες μέρες της Απόκριας, δηλαδή το Σάββατο, την Κυριακή και την Καθαρή Δευτέρα, που είναι το λεγόμενο τριήμερο των εκδηλώσεων. Από το 1999, σε μία προσπάθεια να αντιμετωπιστούν τα προβλήματα παρακμής του Καρναβαλιού, καθιερώθηκε η συνεργασία του Δήμου, του Αναγνωστηρίου και του Καρναβαλικού Συλλόγου. Το Σάββατο οργανώνονται εκδηλώσεις ψυχαγωγικού και ερευνητικού περιεχομένου στο κινηματοθέατρο του Αναγνωστηρίου. Ένας από τους στόχους αυτών των εκδηλώσεων είναι και η αναβίωση των παλιών αποκριάτικων εθίμων. Έτσι, επί της σκηνής του Αναγνωστηρίου, έχουν αναστηθεί: η πατινάδα, η περικεφαλαία, ο αντικαρνάβαλος, οι κουδουνάτοι πειρασμοί, και τα τριψίματα. Αυτά, δηλαδή, που οι Αγιασώτες του παρελθόντος αυθόρμητα έκαναν και παρακολουθούσαν στους δρόμους του χωριού, οι σημερινοί Αγιασώτες τα παρακολουθούν επί σκηνής σαν σκηνές θεατρικού έργου.

Το βράδυ του Σαββάτου βλέπει κανείς ελάχιστες μουτσούνες, κυρίως νεολαίους, και είναι η μέρα των μικρών να τριγυρνούν στους δρόμους του χωριού ή να περνούν από τις ταβέρνες και τα καφενεία με τελικό προορισμό τους τα μέρη διασκέδασης της νεολαίας (καφετέριες κτλ.), όπου θα ξεδώσουν στους ρυθμούς της δικής τους μουσικής.

Η Κυριακή είναι η ημέρα των ελεύθερων δρώμενων. Σε διάφορα σημεία του χωριού, κυρίως στην Αγορά, ο κόσμος μπορεί να παρακολουθήσει σάτιρα που έχει να κάνει με κάποια θεματική ενότητα που καυτηριάζει καταστάσεις και άτομα του χωριού, αλλά και καταστάσεις εθνικές και παγκόσμιες. Η επίδραση των ΜΜΕ και της πληροφόρησης είναι έντονη και έχει περιορίσει κατά πολύ τον αυθορμητισμό και τη συμμετοχή. Ο κόσμος φαίνεται πως έχει κλειστεί αρκετά και δεν ασχολείται με τους γύρω του, ακόμα και για να τους πειράξει τις μέρες αυτές που όλα επιτρέπονται. Με νοσταλγία θυμούνται πολλοί τα αυθόρμητα πειράγματα που ξεσπούσαν μέσα στα καφενεία ανάμεσα στους θαμώνες, που μπορούσαν να κρατήσουν ώρες και θύμιζαν τις παλιές καρναβαλομαχίες.

Το Αγιασώτικο Καρναβάλι κορυφώνεται την Καθαρή Δευτέρα, όπως άλλωστε είχε καθιερωθεί μετά τη Γερμανική κατοχή. Χώρος των εκδηλώσεων είναι η πλατεία έξω από το Δημαρχείο. Οι εκδηλώσεις αρχίζουν μετά το μεσημέρι με την εμφάνιση των αρμάτων, που είναι συνήθως 3 με 4, και παρουσιάζει το καθένα τη δική του σάτιρα. Η προσέλευση του κόσμου είναι μεγάλη. Παρακολουθεί χωρίς να συμμετέχει, έχει όμως την ευκαιρία να γευτεί διάφορα αποκριάτικα εδέσματα, προσφορά του Δήμου και του Αγροτομεταποιητικού Συνεταιρισμού Γυναικών Αγιάσου. Το βράδυ της Καθαρής Δευτέρας οι ταβέρνες του χωριού ζουν τον τελευταίο απόηχο του τριημέρου με τη συγκέντρωση του κόσμου για φαγητό και πιο σπάνια για χορό.

Μια διαφορά που πρέπει να σημειωθεί είναι η συμμετοχή της γυναίκας στο καρναβάλι. Από την Τουρκοκρατία μέχρι πριν λίγα χρόνια ο Καρνάβαλος ήταν ανδρική υπόθεση. Οι γυναίκες έπαιρναν μέρος μόνο στα τριψίματα και στα μασκαρέματα. Η πρώτη γυναικεία παρουσία σε άρμα ήταν το 1970 στην «Αεροπειρατεία» του Παναγιώτη Ξαφέλη, όπου η Σόνια Πατράκη εμφανίσθηκε ως κομπάρσος. Η πρώτη εκφωνήτρια είναι η Μαρία Αϊβαλιώτου που πρωτοεκφώνησε σάτιρα το 1992 (Νιντζάκια) και συνεχίζει μέχρι σήμερα. Τα τελευταία χρόνια αρκετές γυναίκες έχουν ανέβει σε άρματα, αλλά μόνο ως κομπάρσοι.

Ένα άλλο στοιχείο που δείχνει την αξία του καρνάβαλου παλιότερα ήταν ο χρόνος προετοιμασίας. Ήδη μετά τα Χριστούγεννα οι ομάδες άρχιζαν να ασχολούνται με το θέμα της σάτιρας και την κατασκευή των αρμάτων. Όλοι άλλωστε ήταν διατεθειμένοι να αφιερώσουν χρόνο, φαντασία, μεράκι και κόπο, για να ετοιμαστεί ο Καρνάβαλος. Όλες οι προσπάθειες ήταν ανιδιοτελείς. Σήμερα οι προετοιμασίες ξεκινούν μια με δυο βδομάδες πριν την Καθαρή Δευτέρα και αρκετοί απ’ αυτούς που διαθέτουν το χρόνο τους και τις ικανότητές τους ζητούν και την αμοιβή τους.

Σίγουρα οι καιροί έχουν αλλάξει και οι αλλαγές αυτές, όπως προαναφέρθηκε, έχουν επηρεάσει το έθιμο. Μπορεί να έχει μειωθεί ο ενθουσιασμός και ο αυθορμητισμός, όμως το Αγιασώτικο Καρναβάλι παραμένει ένα έθιμο που αντέχει στο χρόνο. Από τα χρόνια της δικτατορίας και μετά έχει σπάσει τα στενά γεωγραφικά όρια της Αγιάσου και έχει γίνει γνωστό όχι μόνο στο υπόλοιπο νησί αλλά και στο πανελλήνιο και προσελκύει πολύ κόσμο.