Ήθη - Έθιμα - Πανηγύρια

Τα γλυτώματα

liomazoma.png

Το λιομάζωμα
Το λιομάζωμα

Η Αγιάσος, τόπος ορεινός, καθώς είναι φωλιασμένη στις παρειές του όρους Όλυμπος, εξαρτάται άμεσα από τη γη. Μια από τις βασικές πηγές εισοδήματος των κατοίκων ήταν και είναι η ελαιοκαλλιέργεια. Βασική απασχόληση των κατοίκων από το φθινόπωρο έως το τέλος της άνοιξης είναι το λιομάζωμα. Παλαιότερα η απασχόληση αυτή αφορούσε όχι μόνο αυτούς που είχαν ιδιοκτησία ελαιοκαλλιεργειών, αλλά και όλους τους κατοίκους, αφού ακόμα και αυτοί που δεν είχαν, δούλευαν στα κτήματα αυτών που είχαν, ασχολία η οποία σήμερα κατέχεται από τους οικονομικούς μετανάστες.

Πριν ακόμα αρχίσει το λιομάζωμα ο κάθε ιδιοκτήτης έκλεινε συμφωνία με τον ταϊφά του. Η συμφωνία ήταν προφορική μα ιερή. Όταν κάποιος/α έκλεινε συμφωνία με έναν ταϊφά, έμενε μαζί του έως το τέλος του λιομαζώματος και δεν έφευγε να πάει σε άλλον. Ο ταϊφάς αποτελούνταν από άνδρες (ραβδιστάδες), γυναίκες (μαζώχτρες), καθώς και ζώα χρήσιμα για τη μεταφορά του καρπού. Ο αριθμός των ατόμων μπορούσε να φτάσει μέχρι και τα είκοσι, ανάλογα με τα κτήματα που είχε ο ιδιοκτήτης.

 

taifas.jpg

Ο ταϊφάς ξεκουράζεται
Ο ταϊφάς ξεκουράζεται

Ο ταϊφάς ξεκινούσε νωρίς, πολλές φορές και πριν τις 5 το πρωί και επέστρεφε κατά τις 5 το απόγευμα. Από το φθινόπωρο ως το Πάσχα περίπου, το Σταυρί βούιζε από ζωή στις 5 το πρωί, αφού αποτελούσε τόπο συνάντησης των ταϊφάδων.

Η τελευταία μέρα του λιομαζώματος ήταν γιορτή. Γίνονταν τα γλυτώματα που σήμαιναν το τέλος όλης αυτής της κοπιαστικής ενασχόλησης, το γλίτωμα δηλαδή. Τη μέρα αυτή δούλευαν συνήθως μέχρι το μεσημέρι. Όταν μαζευόταν και το τελευταίο δένδρο, οι άνδρες πετούσαν τις ντέμπλες (μακριές, ξύλινες ράβδοι με τις οποίες κτυπούν τις ελιές, για να πέσει ο καρπός), οι γυναίκες πετούσαν τα καλάθια και όλοι μαζί με το «και του χρόνου αφεντικό» έδιναν την ευχή τους για μια νέα σοδειά την επόμενη χρονιά.

Η μέρα αυτή ήταν η μέρα που με τη σειρά του τ’ αφεντικό έπρεπε να ευχαριστήσει τον ταϊφά του κάνοντάς του  το τραπέζι, εκεί στο χωράφι με τις ελιές. Το φαγητό είτε το έφερνε έτοιμο η γυναίκα του αφεντικού από το σπίτι είτε στηνόταν το μαγειρειό εκεί στο χωράφι. Αν και το φαγητό μπορούσε να είναι οτιδήποτε, δεσπόζουσα θέση κατείχε το ρυζόγαλο. Φαγοπότι και μετά χορός. Οι μουσικοί του χωριού γνώριζαν φυσικά πότε ήταν οι μέρες αυτές και έτσι με τα όργανά τους (συνήθως ζουρνά και νταβούλι) τριγυρνούσαν στα κτήματα και έπαιζαν μουσική. Τ’ αφεντικά που είχαν την οικονομική δυνατότητα και ήταν και λίγο μερακλήδες φώναζαν τους οργανοπαίκτες και το γλέντι καλά κρατούσε. Όμως, ακόμα και αν δεν υπήρχε μουσική, ο χορός δεν έλειπε. Τραγουδούσαν οι ίδιοι. Το τραγούδι άλλωστε δεν έλειπε ποτέ από τα
στόματα κυρίως των γυναικών, καθώς σκυμμένες γέμιζαν τα καλάθια τους με ελιές.

Με γέλια και τραγούδια επέστρεφε ο ταϊφάς στο χωριό και έτσι αποχαιρετούσε μια κοπιαστική περίοδο της ζωής του.