Ήθη - Έθιμα - Πανηγύρια

Τα έθιμα του θανάτου

1. ΓΕΝΙΚΑ

Ο νεκρός έπρεπε να είναι ντυμένος με ρούχα άπιαστα, δηλαδή καινούρια, να μην έχουν ξαναφορεθεί. Παλαιότερα το νεκρό άντρα τον έντυναν με τη βράκα, ενώ την γυναίκα με τα βρακιά. Αν πέθαινε ανύπαντρη κοπέλα, της φορούσαν πέπλο. Το νεκρό τον τύλιγαν με ένα σεντόνι και τον τοποθετούσαν στο πάτωμα, στο κέντρο του δωματίου με τα πόδια προς τον Προφήτη Ηλία. Για το νεκρό έραβαν ένα μαξιλαράκι, μέσα στο οποίο έβαζαν λουλούδια αγιότικα, δηλαδή ξερά λουλούδια παρμένα από την Παναγιά. Τα ραπτικά που χρησιμοποιούσαν (ψαλίδι, κλωστή, βελόνα) έπρεπε να μπουν μαζί με το νεκρό. Απαραίτητη θεωρούνταν και θεωρείται η κάλυψη όλων των καθρεφτών με ένα πανί. Ήταν απαραίτητο για το θανόντα να μείνει την τελευταία  νύχτα στο σπίτι του, όπου τον ξαγρυπνούσαν συγγενείς, γείτονες και φίλοι. Οι άνδρες ξενυχτούσαν στο καφενείο και οι γυναίκες στο σπίτι μαζί με το νεκρό. Κατά τη διάρκεια της αγρύπνιας κερνούσαν καφέ, στραγάλια με σταφίδες και φρούτα της εποχής.

Φέρετρα δεν υπήρχαν παλιά. Υπήρχε ένα φέρετρο στο χωριό το οποίο κατείχε η εκκλησία και το δάνειζε. Όταν ήταν ώρα να βγει ο νεκρός από το σπίτι, για να μεταφερθεί στην εκκλησία, έφερναν το φέρετρο και τον τοποθετούσαν μέσα. Την ώρα που έβγαινε ο νεκρός από την πόρτα του σπιτιού, έριχναν ένα κουβά νερό και έσπαγαν ένα πιάτο ή ένα σταμνί, που σήμαινε πως ο νεκρός θα έπαιρνε μαζί του, στον τάφο, όλα τα κακά και τις πίκρες. Εθιμοτυπικό που γίνεται και σήμερα.

Η μεταφορά της σωρού στην εκκλησία γινόταν από νέους του χωριού, αν ο θανών ήταν νέος ή  αν ήταν γέρος, από χαμάληδες, οι οποίοι πληρώνονταν. Αν ο νεκρός ήταν νέος ή η οικογένειά του είχε την οικονομική δυνατότητα, συνοδευόταν στην εκκλησία από μουσική, το νεκρώσιμο. Ο νεκρώσιμος που παίζεται σήμερα υπολογίζεται πως παίζεται περίπου από τις αρχές του 20ου αιώνα και βασίζεται στις ραψωδίες του List Franz. Η διαφορά είναι πως παλιά παιζόταν με τα φυσερά, σαντούρι, βιολί και κρανκάσα ενώ σήμερα παίζεται με  τη συνοδεία του σαντουριού, του βιολιού και του τρομπονιού.

Την κηδεία συνόδευαν τρία αγόρια που κρατούσαν στο κεφάλι τους τρία πανέρια επενδυμένα με άσπρο πανί, αν ο νεκρός ήταν νέος, ή  μαύρο, αν ήταν γέρος. Το κάθε πανέρι περιείχε από τρεις πίτες (τηγανόπιτες από αλεύρι, νερό και αλάτι), στη μέση των οποίων υπήρχε μυζήθρα ή χαλβάς, αν ήταν σαρακοστή. Μόλις τελείωνε η κηδεία, αυτά μοιράζονταν στους παπάδες, ψάλτες και νεωκόρους. 

Την ώρα της ταφής έβγαζαν το νεκρό από το φέρετρο και τον έθαβαν με το σεντόνι. Την ώρα που τον έβαζαν μέσα στον τάφο, ο νεκροθάφτης τοποθετούσε πάνω στο στόμα του νεκρού ένα κομμάτι κεραμίδι, που συμβόλιζε πως, όπως έγινε χριστιανός με το βάπτισμα, πεθαίνει χριστιανός πιστεύοντας στην Αγία Τριάδα που, σύμφωνα με τον Άγιο Σπυρίδωνα, συμβολίζεται με το κεραμίδι που αποτελείται από χώμα, νερό και φωτιά.

Η οικογένεια του θανόντος  απαγορευόταν να φάει κρέας για εννιά μέρες. Επίσης, για ένα χρόνο απαγορευόταν να φτιάξει γλυκά ή να δεχτεί γλυκά, γιατί θεωρούσαν πως έτσι κερνούσαν το χάρο. Αυτά είναι πιστεύω και των ημερών μας. Τέλος, αν ο θανών ήταν άνδρας, οι φίλοι του για να τον τιμήσουν δεν πήγαιναν στο καφενείο για μια εβδομάδα.

 

2. ΤΟ ΜΟΙΡΟΛΟΙ

Δεν υπάρχει γωνία στην Ελλάδα όπου να μην έχει τραγουδηθεί  αυτή η μαύρη και πικρή στιγμή του αγύριστου ταξιδιού, όπου οι σπαραχτικές κραυγές και τα θλιβερά και πικραμένα λόγια του μοιρολογιού να μην έχουν σχίσει τις καρδιές, χαροκαμένες ή μη. Η Αγιάσος δεν αποτελεί εξαίρεση.

Μαζί με τους συγγενείς και φίλους το νεκρό ξενυχτούσαν οι  Κλιώσες», οι μοιρολογίστρες, ο αριθμός των οποίων εξαρτιόταν από τις γνωριμίες του νεκρού. Κάθονταν στο πάτωμα, μοιρασμένες οι μισές δεξιά του νεκρού και οι άλλες μισές αριστερά του, έβγαζαν τα μαντήλια, έλυναν τα μαλλιά τους, τα έριχναν μπροστά και άρχιζαν το μοιρολόι. Άρχιζε η μία, συνήθως αυτή που ήξερε πολλά μοιρολόγια, και ακολουθούσαν οι άλλες. Οι υπόλοιποι, συγγενείς και φίλοι, κάθονταν γύρω από το νεκρό, μα δεν μοιρολογούσαν. Αν το άτομο ήταν νέο ή υπήρχε οικονομική δυνατότητα, καλούσαν επαγγελματίες κλίωσες Πλωμαρίτισες που ήταν ξακουστές για το μοιρολόι τους.

 

Χάρου γιατί ν’ εβιάσθηκες δεν έπρεπε ακόμα

να θάψουνε το σώμα μου στο ραχνιασμένο χώμα

 

Καν’ ένα μήνα κάνε δυό και πίσω να γυρίσεις,

να έρθεις πάλι να μας δεις να μας παρηγορήσεις

 

Με τι ποδάρια να σταθώ με τι χέρια θα πιάσω

το έρημο το θυμιατό να’ ρτω να σε θυμιάσω.

 

Για πες μου χάρε να χαρείς το μαύρο σου σκοτάδι

οι πληγωμένες οι καρδιές γιατρέυονται στον Άδη;

 

Την πόρτα να διαβείς και φίδια να πατήσεις

και τα μουράσ’ να θυμηθείς και πίσω να γυρίσεις.

 

Όταν πεθάνω μάτια μου δεν θέλω να δακρίσεις

μόνο μια χάρη σου ζητώ τα μάτια μου να κλείσεις

 

Αν ο νεκρός ήταν παιδί:

 

Έφυγες αγόριμ ή κοριτσιμ χωρίς να μας ρωτήσεις

στο δρόμο να μας θυμηθείς και πίσω να γυρίσεις

 

Παπάδες μη φορέσετε διάκοι μην στολιστείτε

και το παιδί που πέθανε όλοι να λυπηθείτε.

 

3. ΜΝΗΜΟΣΥΝΑ

Όπως φανερώνει η λέξη, τα μνημόσυνα είναι στιγμές προς μνήμη του νεκρού. Τρεις μέρες μετά το θάνατο φίλοι και συγγενείς επισκέπτονταν το σπίτι του νεκρού πηγαίνοντας ζάχαρη και καφέ. Στις τρεις μέρες έκαναν τα πρώτα κόλλυβα, ένα πιάτο μόνο με σιτάρι και στην κορυφή ένα σταυρό με κανέλα, τα οποία πήγαιναν στον τάφο και τα άφηναν, για να τα φάνε τα πουλιά. Μνημόσυνα γίνονταν και γίνονται ακόμα στις 9 και στις 40 μέρες, στους 3, 6 και 9 μήνες, στο χρόνο από τη μέρα του θανάτου και μετά κάθε χρόνο. Σε όλα τα μνημόσυνα προσέφεραν κόλλυβα, πίτες και κρασί. Έφτιαχναν κόλλυβα που τα πήγαιναν στην εκκλησία και τα μοίραζαν εκεί και  κόλλυβα που τα μοίραζαν στο σπίτι. Έστεκαν στην πόρτα του σπιτιού και μοίραζαν τα κόλλυβα, τις πίτες και το κρασί. Στα μνημόσυνα των εννέα και σαράντα ημερών έφτιαχναν και Ζερντέ, τον οποίο μοίραζαν στη γειτονιά αλλά και στα καφενεία, αν ο θανών ήταν άντρας. Σε περιόδους φτώχειας η προσέλευση του κόσμου, όπου υπήρχε μνημόσυνο, ήταν αρκετά μεγάλη. Οτιδήποτε περίσσευε απαγορευόταν να ξαναμπεί στο σπίτι, έπρεπε να μοιραστεί στη γειτονιά.

Μετά το μνημόσυνο, κυρίως ύστερα απ’ αυτό των 9 και 40 ημερών, οι στενοί συγγενείς πήγαιναν και έτρωγαν μαζί με την οικογένεια του θανόντος. Πριν όμως σερβιριστεί το φαγητό, έβγαζαν τρεις μερίδες και τις έδιναν σε τρεις φτωχές οικογένειες στη γειτονιά.

 

4. Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΣΗΜΕΡΑ

Ελάχιστα έχουν αλλάξει στο εθιμοτυπικό του θανάτου. Σήμερα ο νεκρός τοποθετείται σε φέρετρο και πάνω σε τραπέζι στη μέση του δωματίου με τα πόδια προς τον Προφήτη Ηλία. Δυστυχώς, όπως και σε πολλά μέρη της Ελλάδας, έχουν εκλείψει οι μοιρολογίστρες και το μοιρολόι έχει σχεδόν χαθεί. Το νεκρό δεν τον μεταφέρουν πλέον στην εκκλησία στα χέρια, αλλά με τις νεκροφόρες. Ακόμα, όμως, συνηθίζεται να μεταφέρεται ο νεκρός με τη συνοδεία μουσικής, δηλαδή, του νεκρώσιμου. Εδώ και κάποια χρόνια έχει πάψει να τοποθετείται το κεραμίδι στο στόμα του νεκρού. Έχει γίνει συνήθεια και στην Αγιάσο να στέλνουν στεφάνια στο νεκρό, τα οποία τοποθετούνται πάνω στο μνήμα του.

Όσον αφορά τα μνημόσυνα, ελάχιστα έχουν αλλάξει και ένα από αυτά είναι ο Ζερντές, ο οποίος δεν προσφέρεται πλέον. Μετά το μνημόσυνο ορίζεται ένα καφενείο, όπου οι τιμώντες το νεκρό με την παρουσία τους, πάνε για να πιουν κάτι. Αν δεν ακολουθήσει  γεύμα για στους συγγενείς ύστερα από το μνημόσυνο, δίνονται σε τρία φτωχά νοικοκυριά της γειτονιάς τρόφιμα (μακαρόνια, τυρί, κτλ) αντί για φαγητό.

Τέλος, συνηθίζεται σήμερα τα υλικά για τα κόλλυβα να τα πηγαίνουν άνθρωποι από τη γειτονιά.