Ιστορία

Θέσεις λατρείας στον ορεινό όγκο Ολύμπου

Έγραφε ο Αγιασώτης καθηγητής Δημήτρης Σκλεπάρης στα «Λεσβιακά» (τόμος ΣΤ΄, 1973, σ.σ. 171-177): Στους πρόποδες του πέτρινου όγκου του Ολύμπου, από το πίσω μέρος – αφετηρία μας η Αγιάσος – απλώνεται ο Ντεντέ Κάμπους (Κάμπος του παππού), τοπωνύμιο Γιουρούκηδων. Είναι μια όχι πολύ μεγάλη έκταση, επίπεδη, εβδομήντα περίπου στρέμματα, τριγυρισμένη απ’ τ’ ανατολικά με τον ασπριδερό όγκο τ’ Άγλια. Από τα δυτικά εκτείνεται, βουερό, το απέραντο πευκόδασος. Πέρα στα βορεινά είναι τα κτήματα της περιφέρειας του Αμπελικού, ενώ κοντά μας, ένα γύρο, ξεχωρίζουν οι ξεχερσωμένοι δασότοποι των Καμπιών… Στη μέση αυτής της περιοχής βρίσκεται ο Ντεντές. Αγναντεύει αφ’ υψηλού, θαρρείς και κάπως από μακριά τον κάμπο. Τον χωρίζει από τον κάμπο μια μικρή ρεματιά.

Οι Δημήτρης και Γιάννης Παπάνης στο «Τοπωνυμικό Οδοιπορικό στην Αγιάσο Λέσβου» (Μυτιλήνης, Ιούνης 1988, σελ. 76-77), συνοψίζοντας τα αποτελέσματα της έρευνας του Δ. Σκλεπάρη, γράφουν: Εδώ υπάρχει ένα τετράγωνο χωρίς σκεπή κτίσμα, από ξερολιθιά χωρίς συγκολλητική ύλη, διαστάσεων 5,5 Χ 5,13 μ. και 1,80 μ. ύψους… Μέσα στον ακάλυπτο αυτό χώρο υπήρχε άλλο κτίσμα, με σκεπή σαμαρωτή, δίπατο. Το οίκημα τούτο ήταν θρησκευτικό κέντρο των Γιουρούκηδων, που κατοικούσαν στη γύρω περιοχή, και ίσως ήταν τάφος του γενάρχη τους Μπραΐμ Ντεντέ.

Και ολοκλήρωνε το Α΄ μέρος της εργασίας του ο Δ. Σκλεπάρης ως εξής: Ο Ντεντές τώρα (σ.σ. 1973) είναι κατεστραμμένος (σε δεύτερη επίσκεψή μας τον βρήκαμε κατεστραμμένο, ανασκαμμένο και αγνώριστον από τους τσομπάνηδες), χωμένος μες σ’ αγριοπρίναρα και ούτε διακρίνεται, αν δε σου μιλήσει κανείς ή δεν πάς επί ταυτού. Απέναντι στο Ντεντέ, κάτου απ’ τ’ Τούρκ’ τ’ μάντρα, είναι τα μιζάρια, τα μνήματα των Γιουρούκηδων, το νεκροταφείο τους.

Έχοντας υπόψη τις γραπτές πληροφορίες του Δημήτρη Σκλεπάρη και των Δημήτρη και Γιάννη Παπάνη, καθώς και τις αμυδρές μνήμες του φίλου γιατρού, ιστορικού ερευνητή και φυσιοδίφη Μάκη Αξιώτη, που είχε πάει εκεί γύρω στο 1990, ξεκινήσαμε στις 20 Νοεμβρίου 2016 να εντοπίσουμε τα απομεινάρια του τάφου του γενάρχη των Γιουρούκηδων, Μπραΐμ Ντεντέ, στη θέση Ντεντέ Κάμπους (Κάμπος του Παππού) στην περιοχή Καμπιά στις υπώρειες του Ολύμπου. Μετά από ανεπιτυχή αναζήτηση μιας ώρας, συναντήσαμε το Στρατή Βαρβάκη, γέννημα θρέμμα της περιοχής, που μας πήγε στον Τούρτσ’κου Άγιου ή Γιουρούκ Κουνάτσ’, μέσα στα όρια της ιδιοκτησίας του αδερφού του Βασίλη, δίπλα ακριβώς από το διερχόμενο μονοπάτι που οδηγεί από τον Όλυμπο στο Αμπελικό. Τόσο η θέση των ερειπωμένων υπολειμμάτων του παλιού κτίσματος, που ταίριαζε με την περιγραφή του Δ. Σκλεπάρη, όσο και οι συμπληρωματικές πληροφορίες που μας έδωσε ο Στρατής, συνέτειναν στο ότι εκεί βρισκόταν το αναζητούμενο ιερό.

Ο Μάκης Παυλέλλης γράφει σχετικά σε σημείωμά του στο fb με τίτλο «Αναζητώντας το λατρευτικό κέντρο των Γιουρούκων της Λέσβου στα Καμπιά της Αγιάσου.»:

Ο πολεμικός λαός των Τουρκομάνων νομάδων, που μετατράπηκαν σε φιλήσυχους ξυλοκόπους γυρολόγους, κατοίκους των πευκοδασών του νησιού, σε σκηνές φτιαγμένες από κετσέ ή σε ξύλινες καλύβες. Στους ουμπάδες, όπως έλεγαν τις κατοικίες αυτές, φίλευαν και φιλοξενούσαν χριστιανούς, ποτέ όμως Τούρκους, αφού το σιιτικό αλεβίτικο δόγμα τους προκαλούσε την αμοιβαία αντιπάθεια. Η ενδυμασία τους ήταν ένας λευκός μακρύς χιτώνας με ζωνάρι στη μέση, δεν έτρωγαν χοιρινό, κατανάλωναν όμως χωρίς περιορισμούς κρασί και ρακί και οι γυναίκες τους ήταν πάντα ακάλυπτες. Εκτός από την κτηνοτροφία, ο κύριος βιοπορισμός τους ήταν να δουλεύουν ως ταχτατζήδες, ως ξυλουργοί δηλαδή, μεταφέροντας και πουλώντας στα χωριά καυσόξυλα, αλλά και ξύλινες σκάφες, πινακωτές, γουδιά, κουτάλες κ.τ.λ.
Στα Καμπιά ανέβαιναν για να περάσουν τα καλοκαίρια αλλά και για να τιμήσουν τη μνήμη του Ιμπραήμ Ντεντέ, του σουφί ασκητή, που άγνωστο πότε ίδρυσε εδώ τον σιιτικό τεκέ του. Η περιοχή που βρισκόταν το μοναστήρι αυτό ονομάζεται σήμερα Ντεντέ Κάμπος (dede = παππούς, μοναχός),τα ίχνη του όμως έχουν χαθεί από καιρό μέσα στην πυκνή βλάστηση. Με βάση την περιγραφή του Δημήτρη Σκλεπάρη, που τη δεκαετία του '70 επισκέφτηκε το ερείπιο, οι ομάδες των Μάκη Αξιώτη και Παναγιώτη Κουτσκουδή επιχείρησαν να εντοπίσουν και να φωτογραφίσουν για πρώτη φορά τον τεκέ. Η προσπάθεια αρχικά υπήρξε μάταιη, από τη δύσκολη όμως θέση μας έβγαλε ο Στρατής Βαρβάκης, που ανέλαβε να μας δείξει την Τούρτσ’σα Ακκλησιά ή το Γιουρούκ Κουνάτς, όπως λένε σήμερα το ερείπιο οι ντόπιοι. Το κτήριο δε σώζεται παρά μονάχα ως τα θεμέλια, ανασκαμμένο πιθανώς από κυνηγούς θησαυρών.
Οι Γιουρούκοι εκτός από τους μουσουλμάνους αγίους τιμούσαν και τους χριστιανούς, όπως τους Hizir Ilyas, που ταύτιζαν με τους Άγιο Γεώργιο και Προφήτη Ηλία και την Μιριέμ Ανέ, δηλαδή τη Θεοτόκο. Στην εκκλησία της Αγιάσου κατέβαιναν το Δεκαπενταύγουστο, φέρνοντας τάματα που σώζονται ως σήμερα και προσκυνώντας με τον ιδιαίτερο τρόπο τους: στέκονταν ακίνητοι με σκυφτό κεφάλι μπροστά στην Παναγία και αποχωρούσαν σιγά-σιγά πισωπατώντας χωρίς να γυρίσουν την πλάτη τους στην εικόνα.

Αριστείδης Σγατζός: Οι Τουρκουμάνοι ήταν Τούρκοι, η σωστή διατύπωση λοιπόν θα ήταν...."άλλους Τούρκους, σουνίτες". Η έννοια του Αγίου στο ετερόδοξο Ισλάμ δεν έχει το ίδιο περιεχόμενο δογματικό ή παραδοσιακό με τον Χριστιανισμό. Ο Ελιάς είναι ο Προφήτης Ηλίας πρόσωπο της κοινής ιουδαϊκής παράδοσης. Για τον Χιζίρ δεν έχω ξεκάθαρη άποψη, η μέρα όμως του Χιντερλέζ, η σιιτική πρωτοχρονιά, συνέπιπτε με την γιορτή του Αγίου Γεωργίου με το παλιό ημερολόγιο, γι’ αυτό είχαμε και κοινούς εορτασμούς όχι μόνο στην ύπαιθρο, αλλά και σε αστικές περιοχές με ετερόδοξο μουσουλμανικό πληθυσμό. Όσο για την Μυριάμ τιμάται όχι φυσικά ως Θεοτόκος, αλλά ως μητέρα του Ιησού, του σημαντικού προφήτη για το Ισλάμ, φυσικά πριν τον Μωάμεθ. Το ετερόδοξο Ισλάμ έπαιξε σημαντικότατο ρόλο στον εξισλαμισμό μεγάλων περιοχών των Βαλκανίων, ακριβώς γιατί πρόσφερε στους ντόπιους πληθυσμούς μια λιγότερο αυστηρή εκδοχή του Ισλάμ, με ποτό, μουσική και σε ορισμένες μορφές του αρκετά συγκρητικιστικές σε σχέση με το χριστιανικό υπόστρωμα της Βαλκανικής. Άλλωστε μη ξεχνάμε ότι η επίσημη θρησκεία του γενιτσαρικού σώματος ήταν ο μπεχτασισμός.

Μάκης Παυλέλλης: Ο διαχωρισμός ανάμεσα σε Τούρκους και Τουρκομάνους, που δεν είχε να κάνει με εθνοτικά χαρακτηριστικά, αλλά με το νομαδικό ή μη τρόπο ζωής, ήταν παρόλα αυτά σαφής. Οι Γιουρούκοι δεν ήθελαν να τους αποκαλούν Τούρκους. Όσο για το Χιντερλέζ, γνωρίζουμε ότι οι Γιουρούκοι της περιοχής του Κλαπάδου πραγματοποιούσαν κουλμπάνι σε ξωκλήσι του Άη Γιώργη έξω από τη Φίλια. Προφανώς όχι μόνο γιατί οι δύο γιορτές συνέπιπταν χρονικά, αλλά και γιατί για τους ίδιους μάλλον δεν υπήρχε αμφιβολία για την ταύτιση ανάμεσα στα δύο πρόσωπα.

Στη συνέχεια επισκεφτήκαμε το «Ακκλησούδ’», λίγο πιο πέρα από τον Καμτσάδο, πολύ κοντά στο χωματόδρομο που οδηγεί στο Νεοχώρι (Μπορό) Πλωμαρίου. Ξαναβρήκαμε, στη θέση που τον είχαμε εντοπίσει και πέρυσι (3-9-2015), το μαρμάρινο κίονα (ή τμήμα κίονα), κάτω από μια πυκνή συστάδα πρίνων. Αλλά, περπατώντας ένα γύρο, ανακαλύφτηκαν επίσης ένα μαρμάρινο επίκρανο (το εντόπισε ο Μάκης Παυλέλλης) και πολλά θραύσματα κεραμικών αγγείων της βυζαντινής περιόδου, λίγο ψηλότερα, κοντά σε μια πηγή νερού. Δείγματα ύπαρξης ναού και παρακείμενων – ίσως - κατοικιών.

Ο Μάκης Παυλέλλης διαπιστώνει: Αυτά που σώζονται στο Ακκλησούδι είναι δυστυχώς λίγα και δεν φαίνεται από ποια περίοδο του Βυζαντίου είναι. Πάντως τα κεραμικά είναι σίγουρα μεσαιωνικά. Αυτό που γινόταν με τους μοναχούς τότε ήταν ότι διάλεγαν για την απομόνωσή τους περιοχές όπως ακατοίκητα νησάκια ή ψηλά βουνά. Για παράδειγμα πάνω από τα Παράκοιλα υπήρχε ένα μικρό Άγιο Όρος με 14 μόνες. Κάτι παρόμοιο θα συνέβαινε και στον Όλυμπο και τριγύρω του, όπου αναφέρεται και το τοπωνύμιο «Του Αβά η βρύση» (αβάς ήταν ο ηγουμένος την πρωτοβυζαντινή εποχή). Τα ερείπια στο Ακκλησούδι είναι τόσα που αποκλείουν τον οικισμό και μας οδηγούν σίγουρα σε μία θέση μονής. Άλλωστε η κατάληξη -ούδι είναι μεσαιωνική.

Ικανοποιημένοι από τα αποτελέσματα της εξερευνητικής μας εκστρατείας, πήραμε το δρόμο της επιστροφής μέσω του καστανιώνα. Μια μικρή στάση, για να απολαύσουμε από την κορυφή του Κάραβου την πανοραμική θέα της ευρύτερης περιοχής. Η ματιά πλανιέται αχόρταγα από την πευκόφυτη ράχη της Καλαθούς, ως το Ξυλόκαστρο και τα Πόταμα, κι από τη Σίντα μέχρι τ’ Σκλιού του Μάρμαρου και τις έντονες χαραδρώσεις της περιοχής Μπορού.