Ιστορία

Η Αγιάσος μέχρι την απελευθέρωση από τους Τούρκους

Η δημιουργία του πρώτου οικιστικού πυρήνα

Γυρίζουμε το ροδάνι του χρόνου 12 αιώνες πίσω. Βυζάντιο. Τέλη του 8ου μ.Χ. αιώνα, περίοδος εικονομαχιών. Στην Κωνσταντινούπολη ο εικονόφιλος ιερέας του παρεκκλησίου των ανακτόρων Αγάθων ο Εφέσιος πέφτει στη δυσμένεια του αυτοκράτορα Λέοντος του Α΄ και αυτοεξορίζεται στα Ιεροσόλυμα. Γύρω στο 803 πληροφορείται ότι στη Λέσβο είναι εξόριστη η αυτοκράτειρα Ειρήνη η Αθηναία, κι αυτή εικονόφιλη. Θέλοντας να τη συναντήσει, μα και για να είναι πιο κοντά στην Κωνσταντινούπολη, φεύγει για τη Λέσβο παίρνοντας μαζί του μια παλιά βυζαντινή εικόνα της Παναγίας που την παρίστανε Βρεφοκρατούσα, διαστάσεων 0,56Χ0,62 εκ., έναν ασημένιο σταυρό με Τίμιο ξύλο, ένα χειρόγραφο Ευαγγέλιο του Ε΄ αιώνα, λείψανα του Αγίου Διονυσίου και άλλα ιερά κειμήλια.

Φτάνει στο νησί, αλλά η Ειρήνη η Αθηναία στο μεταξύ έχει πεθάνει. Ακολουθώντας ρέματα χειμάρρων ανηφορίζει προς τις πηγές τους και χώνεται σε δασωμένα βουνά. Σταματά στους πρόποδες του όρους Όλυμπος σ’ ένα σημείο που η οργιάζουσα βλάστηση της ρεματιάς του προσφέρει αρκετή ασφάλεια. Στο μέρος αυτό, που βρίσκεται στη σημερινή συνοικία του χωριού «Καρυά», εκεί ακριβώς που υπάρχει το εκκλησάκι της Ζωοδόχου Πηγής, κρύβει τα ιερά κειμήλια και φτιάχνει τη σκήτη του.

Έρχεται σε επαφή με τους κατοίκους των κοντινών χωριών Καρήνης και Πενθίλης, αποκτά την εμπιστοσύνη και το σεβασμό τους και τους αποκαλύπτει το μυστικό του, δηλώνοντας ότι το εικόνισμα της Παναγίας το είχε ζωγραφίσει σύμφωνα με τη θρησκευτική παράδοση ο Ευαγγελιστής Λουκάς.

Σιγά - σιγά αρχίζουν να έρχονται στη σκήτη του πιστοί για να προσκυνήσουν και μερικοί απ’ αυτούς μένουν μόνιμα κοντά στον Αγάθωνα. Έτσι, στις αρχές του 9ου αιώνα δημιουργείται ένα μικρό μοναστήρι, η φήμη του οποίου συνεχώς απλώνεται. Πιστοί, ακόμα κι απ’ τα απέναντι μικρασιατικά παράλια, συρρέουν για να αποθέσουν την ευλάβειά τους στην εικόνα της Παναγίας.

Όταν στις 2 του Φλεβάρη 830 πέθανε ο Αγάθωνας, οι μοναχοί εκτελώντας την τελευταία θέλησή του εξακολούθησαν να διατηρούν μέσα στην κρύπτη της μονής την ιερή εικόνα της Παναγίας και τα άλλα κειμήλια. Αιτία του φόβου των μοναχών της μονής ήταν οι εικονομάχοι, αλλά και οι πειρατές, που λυμαίνονταν τα νησιά και τις παραλιακές πόλεις της Μικράς Ασίας. Το 842 επικράτησε η Ορθοδοξία και επακολούθησε η αναστήλωση των ιερών εικόνων σε όλη την επικράτεια της βυζαντινής αυτοκρατορίας. Η σκήτη του Αγάθωνα έγινε από τότε τόπος προσκυνήματος. Η Παναγία έγινε γνωστή όχι μονάχα στο νησί, αλλά και σ' ολόκληρη την αντικρινή Αιολίδα. Έλεγαν ότι δυο προσκυνήματα στην «Αγία Σιών» ισοδυναμούσαν με ένα στους Αγίους Τόπους. Εδώ αξίζει να σημειώσουμε ότι ο Αγιασώτης Προκόπιος Κουζέλης διατέλεσε Πατριάρχης Ιεροσολύμων την περίοδο 1872 - 1875, ισχυροποιώντας έτσι τους θρησκευτικούς δεσμούς Αγιάσου – Ιεροσολύμων.

Το όνομα του χωριού

Σύμφωνα με την κρατούσα σήμερα άποψη, το όνομα του χωριού προέρχεται από την επιγραφή της εικόνας της Παναγίας που έφερε ο Αγάθωνας από τα Ιεροσόλυμα, «ΜΗΤΗΡ ΘΕΟΥ ΑΓΙΑ ΣΙΩΝ». Αγία Σιών η εικόνα, Αγία Σιών το μοναστήρι. Οι πιστοί που θα πήγαιναν για προσκύνημα έλεγαν: “Πάμε στην Αγία Σιών” ή “πάμε στην ΑγιάΣων” και η αιτιατική “Αγιάσον” έγινε και ονομαστική “Αγιάσος”.

Η ανάπτυξη του οικισμού

Γύρω στο 1700 η Αγιάσος αποτελεί ένα μικρό οικισμό με σαράντα περίπου σπίτια γύρω από το μοναστήρι και την εκκλησία της Παναγίας.

Το 1701 ο Τούρκος διοικητής της περιοχής αρρωστά βαριά και αποδίδει τη σωτηρία του σε θαύμα της Παναγίας, αφού αναρρώνει μετά από επίσκεψη των δημογερόντων του χωριού, που του μεταφέρουν τα σχετικά «ξαρρωστικά» από την εκκλησία (αγίασμα Ζωοδόχου Πηγής, κ.ά.). Σε ένδειξη ευγνωμοσύνης ήθελε να κάνει ένα μεγάλο δώρο στην εκκλησία της Παναγίας, αλλά κάτι τέτοιο το απαγόρευε το Κοράνιο. Πήγε λοιπόν στην Πόλη και αποσπά από το Σουλτάνο φιρμάνι, με το οποίο οι κάτοικοι της Αγιάσου απαλλάσσονται από την πληρωμή φόρων όχι μόνο στο οθωμανικό κράτος αλλά και στη Δημογεροντία της Μυτιλήνης. Αυτό θα σημάνει την αλματώδη ανάπτυξη του χωριού. Οι κάτοικοι των γύρω χωριών και οι περισσότεροι Λέσβιοι τεχνίτες μετοικούν μαζικά στην Αγιάσο, για να απαλλαγούν από την επαχθή φορολογία και να πουλούν αφορολόγητα τα προϊόντα της δουλειάς τους. Το χωριό γίνεται έτσι φημισμένο κέντρο βιοτεχνικής παραγωγής. Το 1729 αποτελείται κιόλας από πεντακόσια νοικοκυριά. Το φιρμάνι καταργήθηκε το 1783, αλλά η ανάπτυξη της Αγιάσου ήταν πλέον δεδομένη και η φήμη της ξακουστή.

Η κοινωνική διαστρωμάτωση

Με τις θεσμικές αλλαγές που έφεραν τα σουλτανικά διατάγματα του 1839 και του 1856, παρατηρείται κάποια κοινωνική κινητικότητα που οφείλεται στη δημιουργία νέων πλούσιων. Η Αγιάσος, χάρη στη φιλεργία και λιτότητα των κατοίκων της, προάγεται συνέχεια οικονομικά αφού τα περισσότερα κτήματα των πέριξ αυτής τόπων αγοράστηκαν και περιήλθαν στην κατοχή και κυριότητά τους. Έτσι, δημιουργείται η τάξη των νέων κτηματικών που πλουτίζουν από το εμπόριο λαδιού. Το κυρίαρχο κοινωνικό στρώμα της τοπικής κοινωνίας διαχειρίζεται τα κοινοτικά, εκκλησιαστικά και προνοιακά ζητήματα. Το σύνολο των πολιτικών εξουσιών της κοινότητας συγκεντρώνεται σε λίγα φυσικά πρόσωπα, μερικά από τα οποία (πριν την απελευθέρωση του 1912) αντλούσαν τη δύναμή τους από την οθωμανική εύνοια, την οποία συχνά εξαγόραζαν. Με την οθωμανική ανοχή, επίσης, επιδίδονταν σε παράνομες κερδοφόρες δραστηριότητες, όπως το λαθρεμπόριο καπνού και τσιγαρόχαρτων και η τοκογλυφία. Μιλούσαν άπταιστα την τουρκική γλώσσα και ήταν εκπρόσωποι της οθωμανικής διοίκησης στην κοινότητα. Μετά την αποχώρηση των Τούρκων, τα τουρκικά κτήματα της πεδιάδας Ιππείου – Κεραμειών με άμεση παραχώρηση των κοτσανιών (συμβολαίων) περιήλθαν σε μερικούς απ’ αυτούς. Η περιουσία των ευεργετών είναι κυρίως ακίνητη και αφορά ελαιώνες ή ελαιοτριβεία και αστικά ακίνητα της περιοχής της Αγιάσου.

Παράλληλα, οι μικροβιοτέχνες επαγγελματίες είναι συγχρόνως και αγρότες – κτηματίες. Τα εργαστήριά τους είναι τόποι κοινωνικών επαφών, όπως τα εργαστήρια της αρχαίας Αθήνας. Εκεί συζητούνται τα διάφορα σημαντικά ή ασήμαντα θέματα και γίνονται κοινωνικές ζυμώσεις.

Μέρα στις συνθήκες αυτές δημιουργούνται οι πρώτες Αδελφότητες, από τις οποίες ξεπήδησε το 1894 στο Αναγνωστήριό μας.

Από κει κι ύστερα θαμποχάραζε η λευτεριά, που ανέτειλε τελικά μετά από 450 χρόνια τουρκικής κατοχής (462-1912) στις 8 Νοεμβρίου 1912.